Της Ρωξάνης Μαργαρίτη.
Σε ένα μάθημα για τα εμπορεύματα, την οικονομία και τον υλικό πολιτισμό στον Ινδικό Ωκεανό, κάθε χρόνο οι φοιτητές μου μου και εγώ συναντάμε το γραφείο της φωτογραφίας, που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Είναι ένα από πολλά παρόμοια αντικείμενα Οθωμανικής εποχής με ένθετη διακόσμηση. Σημειώνουμε ότι τα ένθετα στοιχεία του επίπλου είναι κατασκευασμένα από ελεφαντόδοντο, φίλντισι και ταρταρούγα, τα οποία συνδυασμένα τονίζουν με χάρη την πολυπλοκότητα και την κομψότητα των αλληλένδετων γεωμετρικών μοτίβων. Στη συνέχεια συζητάμε την μακρά ιστορία απόκτησης, εμπορίου, και επεξεργασίας αυτών των βιο-υλικών. Άραγε ο Οθωμανός γραμματέας ή το μέλος της Οθωμανικής ελίτ που χρησιμοποιούσε το γραφείο έβλεπαν απλώς την εκθαμβωτική ομορφιά των ένθετων υλικών ή μήπως το μυαλό τους περιπλανιούνταν στα χαρισματικά ζώα απ’ όπου προήλθαν;
Αυτό, φυσικά, είναι μάλλον αδύνατο να το γνωρίζουμε. Όμως οι Οθωμανοί ήταν οι κληρονόμοι της βαθιάς κοσμογραφικής παράδοσης του ισλαμικού κόσμου. Για αιώνες, κοσμογράφοι και ταξιδιώτες έγραφαν λεπτομερώς για την ομορφιά και τη φυσική χάρη των υλικών που προμήθευαν χαρισματικά ζώα όπως ελέφαντας, το μαργαριτοφόρο στρείδι, και η θαλάσσια χελώνα. Σε αυτήν την ανάρτηση, θα επιμείνουμε στο dhabl – μεσαιωνική αραβική λέξη για την ταρταρούγα, αυτό που κάπως παραπλανητικά ονομαζόταν στα αρχαία ελληνικά χελώνη και στα αγγλικά “tortoiseshell” (“κέλυφος χελώνας”). Και θα αφήσουμε αυτό το σαγηνευτικό και πολύτιμο υλικό να μας οδηγήσει στον νόμιμο ιδιοκτήτη του: την κεραμοχελώνα (που αν αποδίδαμε στα Ελληνικά το κοινό αγγλικό της όνομα θα τη λέγαμε γερακοχελώναll!) της Ερυθράς Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού και τα πολλά ξαδέρφια της σε όλο τον κόσμο. Αυτά τα ανθεκτικά και πολύπαθα ζώα έχουν εμπνεύσει όχι μόνο όμορφα αντικείμενα αλλά και εκπληκτικούς μύθους.
Θαλάσσιες χελώνες, υδρόβιες χελώνες, χερσαίες χελώνες
Τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε σε χελώνες; Ο Ελληνικός όρος χελώνα περιλαμβάνει μια πολύ μεγάλη ποικιλία χερσαίων και υδρόβιων ερπετών των οικογενειών Testudinae, Cheloniidae, και Emydidae. Οι θαλάσσιες χελώνες είναι εύκολο να αναγνωριστούν: προσαρμοσμένες στο υδάτινο περιβάλλον τους, τα μπροστινά άκρα τους μοιάζουν με πτερύγια και τα πίσω είναι συνδεδεμένα με ιστό, κι έτσι είναι πολύ διαφορετικά από αυτά των χελωνών της ξηράς. Επίσης το καβούκι τους έχει υδροδυναμικό σχήμα, που όμως δεν τους επιτρέπει να αποσύρουν το κεφάλι τους στο εσωτερικό του και να κρυφτούν, όπως οι χελώνες της ξηράς. Υπάρχουν συνολικά 9 είδη θαλάσσιων χελωνών στον κόσμο. Εκτός από τις χερσαίες και τις θαλάσσιες, μια ποικιλία ειδών υδρόβιων αμφίβιων χελωνών κατοικούν σε ποτάμια και λίμνες. Ανάμεσα στις χερσαίες χελώνες μια κατηγορία είναι χορτοφάγες, ενώ όλες οι άλλες είναι παμφάγες. Ευτυχώς δεν θα συμπεριλάβουμε όλες αυτές σε αυτήν την ανάρτηση!
Όλες οι χελώνες έχουν κέλυφος (χέλυο, αυτό που ονομάζουμε κοινά το καβούκι τους!) που είναι συγχωνευμένο με τον σκελετό τους (μερικοί από τους σπόνδυλους τους είναι κολλημένοι σε αυτό) και είναι φτιαγμένο από οστέινες πλάκες, καλυμμένες με φολίδες, κερατινώδεις πλάκες, διατεταγμένες σε διάφορα σχέδια. Από τα σχέδια αυτά μπορεί να αναγνωρίσει κανείς το είδος της χελώνας.
Σχετικά με το καβούκι που μετατρέπεται σε περιζήτητο υλικό, ο όρος ταρταρούγα, όπως και ο αρχαίος όρος χελώνη, είναι κάπως παραπλανητικοί καθώς κρύβουν την πραγματική του προέλευση. Και οι δύο αυτοί όροι αφήνουν να εννοηθεί ότι πρόκειται για το κέλυφος οποιουδήποτε είδους χελώνας! Στην πραγματικότητα όμως, το υλικό που οι άνθρωποι έχουν μέσα στους αιώνες κυνηγήσει και εμπορευτεί προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από ένα συγκεκριμένο θαλάσσιο είδος: την χαρισματική κεραμοχελώνα ή Eretmochelys imbricata. Πιο σπάνια, το κέλυφος των πράσινων χελωνών, ή Chelonia mydas, χρησιμοποιείται επίσης ώς ταρταρούγα. Όμως η κεραμοχελώνα είναι ξεχωριστή. Το καβούκι της είναι καλυμμένο με επικαλυπτόμενες φολίδες κερατίνης, όπου αναφέρεται και η επιστημονική ονομασία “imbricata“. Η ρίζα αυτής της λέξης, το λατινικό imbrex, σημαίνει προστατευτικό κεραμίδι στέγασης, συνήθως καμπυλωτό, που στρώνεται για να καλύπτει τις ραφές των επίπεδων κεραμιδιών μιας σκεπής, προστατεύοντας έτσι από τη βροχή και την υγρασία. Τα χρώματα της επιφάνειας των φολίδων κυμαίνονται από το χρυσό έως το σκούρο καφέ, με περιοχές κόκκινες, πορτοκαλί και κίτρινες, δημιουργώντας έτσι ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Οι κεραμοχελώνες ζουν σε τροπικά νερά σε όλο τον κόσμο, αλλά απουσιάζουν από τη Μεσόγειο, εκτός από σπάνιες εμφανίσεις ακούσιων εισβολέων. Παρά την ευρεία γεωγραφική τους διασπορά, σήμερα απειλούνται. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν είναι πολλοί. Όπως και για άλλα θαλάσσια είδη, η υποβάθμιση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, οι απειλές από εισβολείς και γηγενείς θηρευτές, η βιομηχανική αλιεία που τις μετατρέπει σε παρεμπίπτοντα αλιεύματα, και τα άμεσα χτυπήματα από την αυξημένη ναυτιλιακή κίνηση έχουν αποδεκατίσει τους πληθυσμούς της. Σύμφωνα με τον οργανισμό National Oceanic and Atmospheric Administration των ΗΠΑ (NOAA) η υπεραλίευση των χελωνών αυτών για το κέλυφός τους υπήρξε πολύ επιβαρυντικός παράγοντας για την επιβίωση του είδους πράγμα που έδωσε την αφορμή για την θέσπιση διεθνούς νομοθεσίας που απαγορεύει την αλιεία και το εμπόριο τους. Οι κεραμοχελώνες έχουν επίσης αλιευτεί στο παρελθόν από τοπικές κοινωνίες για το κρέας και τα αυγά τους. Έτσι, καθώς ανατρέχουμε στα ιστορικά αρχεία, ας έχουμε κατά νου την ισορροπία και τη σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο πτυχών της εκμετάλλευσης των θαλάσσιων χελωνών: το παγκόσμιο εμπόριο και την τοπική επιβίωση.
Ενα περιζήτητο αγαθό
Ιδιαίτερα άφθονες στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Δυτικό Ινδικό Ωκεανό, οι κεραμοχελώνες έγιναν περιζήτητες, ήδη από την αρχαιότητα, για την ομορφιά του κελύφους τους. Αυτό το γνωρίζουμε από τους δύο πρώτους συγγραφείς που έγραψαν εκτενώς για αυτήν την περιοχή: τον Αγαθαρχίδη από την Κνίδο και τον ανώνυμο Αιγύπτιο ελληνόφωνο που έγραψε τον Περίπλου της Ερυθράς Θάλασσας.
Τον πρώτο αιώνα μ.Χ., ο Περίπλους μαρτυρά ότι η χελώνη, ο ελληνικός όρος για το κέλυφος της χελώνας, ήταν ανάμεσα στα πολυτελή αγαθά που ταξίδευαν στους εμπορικούς δρόμους που οδηγούσαν από τον Ινδικό Ωκεανό και την Ερυθρά Θάλασσας προς τα βορειοδυτικά, καταλήγοντας στη Ρώμη. Η λέξης είχε διάφορες έννοιες εκτός από κέλυφος χελώνας: το ίδιο το ζώο (χερσαίες και θαλάσσιες χελώνες), το σκάφος (το κυρίως σώμα και ηχείο) της λύρας, το περίφημο νόμισμα της Αίγινας που έφερε την εικόνα μιας θαλάσσιας χελώνα, αλλά μπορούσε επίσης να σημαίνει καλύβα, λόφο και άλλα.
Συμφωνα με τον Περίπλου της Ερυθράς Θάλασσας, Ρωμαίοι έμποροι αγόραζαν χελώνη στο λιμάνι Ἀδουλις (που ταυτίζεται με μεγάλη αρχαιολογική θέση στα παράλια της σημερινής Ερυθραίας) από τους κατοίκους των νησιών Αλαλαίου. Το τοπωνύμιο Αλαλαίου αναφέρεται στο αρχιπέλαγος Dahlak της Νότιας Ερυθράς Θάλασσας, απ’ όπου η ταρταρούγα εξάγονταν μέχρι τον 20ο αιώνα. Ο Αγαθαρχίδης, όπως θα δούμε παρακάτω, προσεγγίζει το θέμα με μια πιο εθνογραφική ματιά και μας προσφέρει μια ενδιαφέρουσα εικόνα από το κυνήγι της χελώνας στη περιοχή.
Η ταρταρούγα είναι ένα φυσικό πολυμερές και έχει θερμοπλαστικές ιδιότητες. Χάρη στην μοριακή της δομή, μπορεί να θερμανθεί και να ενωθεί σε παχύτερες πλάκες ή να πλαστεί στο επιθυμητό σχήμα. Οι επιμέρους φολίδες θερμαίνονται και διαχωρίζονται από τον οστέινο σκελετό. Στη συνέχεια κόβονται και γυαλίζονται και η επιφάνειά τους ισοπεδώνεται ή καμπυλώνεται με περαιτέρω χρήση θερμότητας και πίεσης. Πολλά αντικείμενα διαφόρων σχημάτων, καμπυλοτήτων, και μεγεθών μπορούν να κατασκευαστούν μ’ αυτόν τον τρόπο, από το υλικό που είναι βασικά το πλαστικό της φύσης! Συναντά συχνά κανείς βέβαια απομιμήσεις ταρταρούγας, κατασκευασμένες από άλλα θερμοπλαστικά υλικά όπως το κέρατο και βέβαια το συνθετικό πλαστικό, λόγω της τιμής του υλικού και της αυξανόμενης σπανιότητας των πολύπαθων ιδιοκτητών του.
Κατά το μεσαίωνα, οι χελώνες του Δυτικού Ινδικού Ωκεανού αλιεύονταν εντατικά. Ο Σύρος κοσμογράφος αλ-Ντιμάσκι (πέθανε το 727/1329) αναφέρει τη θαλάσσια χελώνα σε μια ενότητα σχετικά με «τη θάλασσα της Υεμένης, τα σύνορά της, τα νησιά της και τα θαύματα της» και εστιάζει στο μέγεθός του ζώου και την ομορφιά του κελύφούς της: «Υπάρχει ένα ζώο που ονομάζεται αλ-μπάσσα. Το μήκος του είναι περίπου 20 πήχεις (1 πήχης αντιστοιχεί σε κάτι λιγότερο από μισό μέτρο). Η πλάτη του είναι πολύ μεγάλη και μαύρη, διακοσμημένη με όμορφες κίτρινες ρίγες. Τέτοιο είναι το δέρμα του και λέγεται ταρταρούγα (dhabl). Είναι το υλικό με το οποίο οι άνθρωποι φτιάχνουν χτένες, λαβές μαχαιριών, δαχτυλίδια και άλλα παρόμοια».
Είναι αξιοπερίεργο ότι ο όρος που χρησιμοποιεί Ντιμάσκι, αλ-μπάσσα, σημαίνει επίσης γάτα. Η ιδέα μιας θαλάσσιας γάτας είναι κάπως οξύμωρη—και όμως δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχει συγκεκριμένη ράτσα πολύχρωμης γάτας που ονομάζεται στ᾽αγγλικά “tortoiseshell cat”! Οι αραβικές πηγές χρησιμοποιούν διάφορους άλλους όρους για τις θαλάσσιες χελώνες, με πιο εύκολα αναγνωρίσιμο τον όρο al-sulaḥfa al-bahriyya, που σημαίνει απλώς θαλάσσια χελώνα. Όσο για τις αναφορές στο μέγεθος των χελωνών αυτών, είναι σαφές ότι τα νούμερα που παραθέτει ο Ντιμάσκι και άλλοι μάλλον θαυμασμό παρά πραγματικότητα μεταφέρουν: ακόμη και η μεγαλύτερη πράσινη χελώνα δεν φτάνει τα 9 μέτρα σε μήκος! Εξάλλου, ο Ντιμάσκι δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό μιας κεραμοχελώνας, την εκθαμβωτική εμφάνιση του κελύφους της. Μέσα απ’ αυτή την έμφαση τονίζει την σημασία του dhabl για το εμπόριο και την βιοτεχνία πολυτελών αντικειμένων στον Ισλαμικό κόσμο.
Μεταξύ των αντικειμένων από κέλυφος χελώνας που απαριθμεί ο Ντιμάσκι τον 14ο αιώνα, αναφέρει και χτένες. Χτένες από ταρταρούγα απαντούνται σε πολλούς πολιτισμούς, δε διάφορες εποχές. Ένα εντυπωσιακό δείγμα από μια άλλη θάλασσα όπου ευδοκιμούν οι κεραμοχελώνες είναι οι χτένες (καθώς και τα στολίδια για τα μαλλιά) της αποικιοκρατούμενης Καραϊβικής του 17ου αιώνα.
Ζωτική τροφή και εξωτικά χελωνοεδέσματα
Ενώ ο εμπορικά προσανατολισμένος Περίπλους της Ερυθράς Θάλασσας εστιάζει στο κέλυφος της χελώνας και ο al-Dimashqi παρουσιάζει το ζώο τονίζοντας αρχικά την ταρταρούγα, υπάρχει μια άλλη διάσταση της θαλάσσιας χελώνας που μαρτυρούν οι συγγραφείς της αρχαιότητας και του μεσαίωνα: ο ρόλος της στην διατροφή των λαών που ζούσαν γύρω από τις νότιες θάλασσες. Ελληνόφωνοι συγγραφείς της αρχαιότητας συχνά περιέγραφαν παράξενες διατροφικές συνήθειες αλλοεθνών πληθυσμών για να τονίσουν την διαφορετικότητάς τους. Έτσι έγραψαν για τους “Χελωνοφάγους”, κατ’ αναλογία με τους “Ιχθυοφάγους” (όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενη ανάρτηση). Οι Χελωνοφάγοι ήταν νησιώτες. Η κύρια πηγή μας για αυτόν τον «χελωνοφάγο» πληθυσμό είναι ο Αγαθαρχίδης της Κνίδου, ο Αλεξανδρινός γεωγράφος και εθνολόγος που έζησε τον 2ο αιώνα π.Χ. . Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν συμφωνούν μεταξύ τους ως προς την πατρίδα των Χελωνοφάγων, αλλά από τα συμφραζόμενα του κειμένου του Αγαθαρχίδη φαίνεται ότι τους ταύτιζε με τους κατοίκους των νησιών της Ερυθράς Θάλασσας και του Κόλπου του Άντεν.
Ο Αγαθαρχίδης περιγράφει γλαφυρά την αλιεία των θαλάσσιων χελωνών από τους Χελωνοφάγους: οι χελώνες πιάνονται την ώρα που κοιμούνται στην επιφάνεια του νερού «ανάμεσα στα νησιά… στραμμένες προς τον ήλιο ενώ λικνίζονται σαν βάρκες». Οι νησιώτες πλησίαζαν, έδεναν με σχοινιά τις επιπλέουσες χελώνες και τις τραβούσαν στην ακτή. Σε μια παράλληλη εκδοχή του κειμένου, μαθαίνουμε επίσης ότι οι Χελωνοφάγοι «κολυμπούν προς τις χελώνες» σε ζευγάρια, τις αναποδογυρίζουν, δένουν τις ουρές τους και έτσι τις ρυμουλκούν. Κατόπιν άφηναν τα ζώα στην παραλία όπου ψήνονταν στον ήλιο μέσα σε λίγη ώρα, και τα καταβρόχθιζαν! Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο αφού τα κελύφη των χελωνών χρησίμευαν στους Χελωνοφάγους ως σπίτια ή βάρκες!! Μεταξύ πραγματικότητας και ποιητικής αδείας, μεταφέροντας το κείμενο του Αγαθαρχίδη ο Ρωμαίος συγγραφέας Διόδωρος καταλήγει ότι «η φύση φαίνεται να τους ευλόγησε ικανοποιώντας πολλές τους ανάγκες με μιας, καθώς ένα και το αυτό αντικείμενο γίνεται τροφή, δοχείο, σπίτι, και πλεούμενο».
Παρότι η αναφορά σε χελωνόσπιτα σίγουρα δεν πείθει, οι αλιευτικές μέθοδοι και η μεγάλη ποικιλία χρήσεων των κελύφων χελωνών που περιγράφουν οι αρχαίοι συγγραφείς δεν φαίνεται να ήταν αποκυήματα της φαντασίας τους. Παρόμοιες αλιευτικές τεχνικές και χρήσεις πολλών ειδών βρίσκουν εθνογραφικά παράλληλα μέχρι τις μέρες μας! Ο μεταφραστής του έργου του Αγαθαρχίδη επισημαίνει ότι ο Βρετανός αξιωματικός James Raymond Wellsted περίγραψε παρόμοιους τρόπους θήρευσης των χελωνών από τους ντόπιους στο Ρας Μπάνας (κοντά στη αρχαία θέση Βερενίκη) στην νότια Αίγυπτο στις αρχές του 19ου αιώνα. Και ο Julian Van Rensburg, στην συναρπαστική μελέτη του για την αλιεία στο αρχιπέλαγος της Σοκότρα της Υεμένης, αναφέρει την παρουσία μεγάλου αριθμού καβουκιών γύρω από τα σπίτια των κατοίκων και εξηγεί ότι «παρότι δεν πουλιούνταν, χρησιμοποιούνταν ως καλύμματα, δοχεία νερού, και σκεύη σερβιρίσματος»! Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, όταν ο Van Rensburg εκπονούσε τη έρευνα πεδίου στη Σοκότρα, οι θαλάσσιες χελώνες είχαν κυρηχτεί προστατευόμενο είδος στην Υεμένη , για τους νησιώτες όμως παρέμενε ζωτική τροφή και εξαιρετικό κέρασμα για φιλοξενούμενους. Το θεωρούσαν εκλεκτό έδεσμα και τροφή με αφροδισιακές ιδιότητες!
Μεταξύ της αρχαιότητας και του πρόσφατου παρελθόντος, οι αραβόφωνοι γεωγράφοι και κοσμογράφοι του Μεσαίωνα επιβεβαιώνουν ότι η κατανάλωση του κρέατος αλλά και των αυγών της χελώνας είναι μακροχρόνια πρακτική στα παράλια του Ινδικού Ωκεανού. Εκτός από την περιγραφή του καβουκιού που εξετάσαμε παραπάνω, ο αλ-Ντιμάσκι δεν παραλείπει να τονίσει τη διατροφική και γαστρονομική αξία της θαλάσσια χελώνα, τόσο για το κρέας όσο και για τα αυγά της:
«Το κρέας αυτού του ζώου είναι καλό, λιπαρό, νόστιμο, εξαιρετικό έδεσμα και δεν βρωμάει. Οι ψαράδες λένε ότι η αλ-μπάσσα γεννά μικρά. Ο κανόνας είναι ότι τα ζώα που δεν έχουν προεξέχοντα αυτιά γεννούν αυγά και τα εκκολάπτουν, ενώ τα ζώα που έχουν προεξέχοντα αυτιά είναι ζωοτόκα. Ο Θεός είναι ο Παντογνώστης!».
Με ευρεία διασπορά σε όλο τον κόσμο, οι χελώνες έχουν εκτιμηθεί ως τροφή από πολλούς λαούς. Όπως και στη Σοκότρα, έτσι και στην Ιαπωνία η σούπα από χελώνα θεωρείται τροφή με αφροδισιακές ιδιότητες. Στην Αμερική, το κρέας της θαλάσσιας χελώνας αποτέλεσε βασικό στοιχείο της διατροφής τόσο για τους αυτόχθονες πληθυσμούς μέσα στους αιώνες όσο και για τους νεοφερμένους αποικιοκράτες. «Νόστιμο σαν μπριζόλα», γράφει για το κρέας της χελώνας στα απομνημονεύματά του ο Frank Hamilton Cushing, ο αρχαιολόγος που στα τέλη του 19ου αιώνα έσκαψε μια από τις πιο σημαντικές αρχαιολογικές θέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο νησί Marco της Φλόριντα, με τεράστια σημασία για την αρχαία ιστορία του Κόλπου του Μεξικού. Η σάρκα της χελώνας φρέσκια αλλά ιδιαίτερα κονσερβοποιημένη ἐπαιξαν σημαντικό ρόλο στης οικονομία της περιοχής εκείνη την εποχή μεγάλων αλλαγών. Μακριά από τα τροπικά νερά, το κρέας της χελώνας, ειδικά σαν σούπα, άρχισε να θεωρείται μεγάλη λιχουδιά. Χελώνες του γλυκού νερού, οι ποταμοχελώνες, υπερκαταναλώνονταν όπως περιγράφει ένα πρόσφατο άρθρο. Αλλά η πράσινη χελώνα προμήθευε μεγάλες ποσότητες κρέατος και γνώρισε επίσης μεγάλη ζήτηση. Από την άλλη πλευρά, οι κεραμοχελώνες δεν φαίνεται να ήταν τόσο περιζήτητες για το κρέας όσο ήταν για το απαράμιλλο καβούκι τους. Τα σφουγγάρια που αποτελούν μέρος της διατροφής τους περιλαμβάνουν κάποια τοξικά είδη κάνοντας το κρέας τους επικίνδυνο για τον άνθρωπο.
Χελώνα η θαλασσινή: μύθοι και μεταμοφρώσεις
Στα χέρια των ανθρώπων οι χελώνες μετατράπηκαν σε βασική τροφή, εκλεκτά εδέσματα, χρήσιμα αντικείμενα, και ταρταρούγα, πρωταγωνίστησαν όμως και στο ανθρώπινο φαντασιακό. Όπως ταιριάζει σε μυθολογικά όντα, οι χελώνες αυτές δεν ταυτίζονται εύκολα με θαλάσσια ή χερσαία είδη. Τέτοιο παράδειγμα είναι στην Ινδουιστική λατρεία η περίπτωση της Κουρμαβατάρα, της δεύτερης αβατάρα (υλικής έκφανσης ή ενσάρκωσης της θείας φύσης) του θεού Βίσνου. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Βίσνου πήρε αυτή τη μορφή και προσέφερε το κέλυφος του για στηριχτεί πάνω του ένα τεράστιο αναδευτήρι. Με αυτό μια συμμαχία θεών και δαιμώνων ανάδευσε το γάλα που αποτελούσε τον συμπαντικό ωκεανό, ανασύροντας έτσι όλα τα αγαθά που είχαν χαθεί στα βάθη του. Ενώ συχνά απεικονίζεται ως στεριανό ζώο, η Κούρμα δρα κάτω από τα νερά αυτού του αρχέγονου ωκεανού, επιτρέποντάς μας να την φανταστούμε ως θαλάσσια χελώνα.
Στην ευφάνταστη βιογραφία του Μεγάλου Αλέξανδρου, γνωστή ως το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου του Ψευδο-Καλλισθένη, τον 3ο αιώνα μ.Χ., ο Αλέξανδρος χάνει τον έμπιστο σύντροφό του Φείδωνα όταν ο τελευταίος εξερευνά ένα νησί που αποδεικνύεται ότι πρόκειται για θαλασσινό τέρας! Την ίδια περίπου εποχή με το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου, ένα πρωτοχριστιανικό Αλεξανδρινό κείμενο, ο Φυσιολόγος, αφηγείται μια παρόμοια ιστορία. Όπως συνέβει και στον Φείδωνα και τους συντρόφους του, οι ναυτικοί του Φυσιόλογου αποβιβάζονται ανυποψίαστοι σε ένα νησί και ανάβουν φωτιές, ενοχλώντας και ξυπνώντας άθελά τους το τρομερό πλάσμα. Αυτό στη συνέχεια καταδύεται πνίγοντας τους άτυχους ναυτικούς. Ενώ το χαρακτηρίζει ως κήτος, ο Φυσιολόγος δίνει στο τέρας ένα χελωνοειδές όνομα: ασπιδοχελώνη.
Η λέξη ασπιδοχελώνη παραπέμπει βέβαια στην χελώνα, αλλά τονίζει επίσης κάπως παράξενα το καβούκι της, την ασπίδα. Μεταγενέστεροι συγγραφείς συγκράτησαν από τον Φυσιολόγο τον χαρακτηρισμό κήτος και φαντάστηκαν το πλάσμα σαν φάλαινα. Kαλλιτέχνες, εξάλλου, απεικονίζουν το κήτος όχι σαν φάλαινα, αλλά σαν ένα τεράστιο ψάρι με λέπια. Φαίνεται ότι τα κητώδη που δεν έχουν λέπια και οι χελώνες που έχουν φολιδες διασταυρώθηκαν!
Οι γεωγράφοι και οι κοσμογράφοι του ισλαμικού κόσμου έχουν πολλά να πουν για τις θαλάσσιες χελώνες που παρέχουν εντυπωσιακή ταρταρούγα και νόστιμο κρέας, ταυτόχρονα όμως δείχνουν εντυπωσιασμένοι από το μέγεθός τους. Τον 11ο αιώνα, το ανώνυμο αιγυπτιακό κείμενο γνωστό ως The Book of Curiosities (Kitab aja’ib al-uyun wa-mulah al-uyun) περιγράφει θαλάσσιες χελώνες στον Περσικό Κόλπο που «έχουν διάμετρο 20 πήχεις, μερικές φορές περισσότερο και άλλοτε λιγότερο» και που κουβαλούν στην κοιλιά τους «1000 αυγά, άλλοτε περισσότερα και άλλοτε λιγότερα». Ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «μια τέτοια χελώνα μερικές φορές είναι όσο μεγάλη όσο ένα νησί»! Στην ανθολογία θαλασσινών περιπετειών που χρονολογείται στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα, ο Buzurg b. Shahriyar αφηγείται μια συναρπαστική ιστορία χελώνας που μοιάζει πολύ με αυτή της Ασπιδοχελώνης – αν και αυτή έχει αίσιο τέλος! Κάποιοι ναυτικοί, άναψαν φωτιές σ᾽ένα χελωνονησί και άθελά τους ενόχλησαν το πλάσμα που βούτηξε στα βαθιά. Σ΄αυτή την περίπτωση οι ναυτικοί πήδηξαν στο νερό και σώθηκαν ώστε μετέπειτα να διηγηθούν την ιστορία τους στον Buzurg.
Οι μεσαιωνικές αραβικές πηγές προσφέρουν πληθώρα ονομάτων και ιστοριών σχετικά με τις χελώνες. Όπως συμβαίνει και με τον όρο ασπιδοχελώνη, σε ορισμένες περιπτώσεις η σχέση με το πραγματικό ζώο δεν είναι καθόλου σαφής. Αλλά το πλούσιο μείγμα επιστημονικής αλήθειας και μυθολογίας, πραγματικών χελωνών και φανταστικών πλασμάτων, που παρατηρείται στις αραβικές πηγές, είναι αναμενόμενο. Πρόκειται για μια παράδοση της οποίας η θαλάσσια γεωγραφία περιλάμβανε ένα εκτενές σύστημα διασυνδεδεμένων ωκεανών και θαλασσών με κέντρο τη Μεσόγειο και τον Ινδικό Ωκεανό—εκεί όπου κατοικούσαν πολλά από ποικίλα τέτοια αξιαγάπητα ζώα!
Θέλετε να μάθετε περισσότερα; Εχουμε προτάσεις!