Της Ρωξάνης Μαργαρίτη.
Πριν από πολλά χρόνια, ως φοιτήτρια αρχαιολογίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε μία εθνοαρχαιολογική έρευνα στο Ομάν, το Πρόγραμμα Παραδοσιακών Σκαφών του Ομάν (Traditional Boats of Oman Project) με επικεφαλής τον μελετητή της ναυπηγικής του Ινδικού Ωκεανού Tom Vosmer. Ένα από τα πολλά αξιοσημείωτα που συνάντησα εκεί ήταν τα εντυπωσιακά στολίδια της πλώρης και της πρύμνης των παραδοσιακών ξύλινων αλιευτικών σκαφών στο χωριό Κουμζάρ. Τα ακροστόλια αυτά τα ξαναθυμήθηκα πρόσφατα μιλώντας με την Δήμητρα, και εκείνη έστρεψε τη συζήτηση στις απεικονίσεις ακροστολίων που σώζονται από την πρώιμη εποχή του χαλκού στο Αιγαίο. Αποφασίσαμε να επιχειρήσουμε δύο σύντομα ποστ για να διαπιστώσουμε που μπορεί να οδηγήσει αυτή η σύγκριση!
Ψαροχώρι και τοπικός κόμβος, το μικρό αλλά πυκνοκατοικημένο Κούμζαρ είναι χωμένο στον μυχό του ομώνυμου κόλπου στη χερσόνησο Μουσάνταμ. Το υποβλητικό τοπίο του Μουσάνταμ, με τους μακρόστενους κόλπους και τις απόκρημνες ακτές του, εντυπωσιάζει τους επισκέπτες που συχνά συγκρίνουν την δανδελωτή τοπογραφία του με τα σκανδιναβικά φιόρδ.
Όπως επισημαίνουν ο Vosmer και άλλοι ειδικοί, στο Κουμζάρ σώζονται παραδοσιακά ξύλινα σκαριά που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα παράλληλα με τα σύγχρονα πλαστικά (fiberglass) σκάφη. Μεταξύ των παραδοσιακών τύπων που έχουν καταγραφεί είναι το μπαττίλ και η παρεμφερής αλλά μικρότερη zarooqa. Ως ελαφριά, ρηχά, και ταχύτατα σκαριά, τα ῾κλασσικά’ μπαττίλ χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν στο λαθρεμπόριο και το δουλεμπόριο αλλά και στην αλιεία μαργαριταριών. Τα σημερινά αλιευτικά μπαττίλ είναι πολύ μικρότερα και έχουν τραβήξει τα βλέμματα των ερευνητών για δύο κυρίως λόγους. Έχουν στοιχεία «ραπτής κατασκευής» – τον κλασσικό τρόπο ναυπήγησης πλοίων στον δυτικό Ινδικό Ωκεανό μέχρι και τον μεσαίωνα. Έχουν επίσης πλούσια διακόσμηση στην πλώρη και την πρύμνη, και συγκεκριμένα στις απολήξεις των δοκαριών που οριοθετούν το μπροστινό (πλωριό) και πίσω (πρυμνιό) άκρο του σκαριού. Τα μέρη αυτά του σκαριού ονομάζονται ποδοστήματα, ή κοράκι/στείρα και ποδόστημα αντίστοιχα.
Οι μελέτες των παραδοσιακών σκαριών του Ομάν που έχει δημοσιεύσει ο Tom Vosmer είναι σπουδαίος οδηγός για την αποσαφήνιση των μορφολογικών και λειτουργικών διαφορών και ομοιοτήτων μεταξύ των διάφορων τύπων. Η δουλειά του βοήθησε επίσης να κατανοήσουμε καλύτερα την εξέλιξη της αραβικής παραδοσιακής αραβικής ναυπηγικής τέχνης.
Στα στολισμένα σκαριά, το ακρόπρωρο, δηλαδή η προέκταση του ποδοστήματος της πλώρης, περιβάλλεται από προβιά κατσικιού και στολίζεται με περιδέραια από κυπραίες, γνωστές στα ελληνικά ακρογιάλια ως γουρουνίτσες. Σε κάποιες περιπτώσεις κρέμονται επίσης από την άκρη του κοσμήματα που καταλήγουν σε τσαμπί κοχυλιών. Χαρακτηριστικό είναι κι ένα ξύλινο στέλεχος λαξευμένο σαν διπλό κέρατο που τοποθετείται κάθετα στην κουπαστή λίγο πίσω από το ποδόστημα, και έχει το αινιγματικό όνομα καλμπ (σκύλος). Παρότι η αρχική υπόθεση ήταν ότι το καλμπ ίσως να χρησιμοποιούταν σαν δέστρα για κάβους ή αγκυρόσχοινα, οι δοκιμές που έκανε ο Vosmer έδειξαν ότι δεν είναι στερεωμένο για να αντέξει τέτοια χρήση και άρα έχει μόνο διακοσμητικό ρόλο.
Στην πρύμνη τα μπαττίλ διαθέτουν επίσης, αντί για απλό ποδόστημα, μια σανίδα που υψώνεται χαρακτηριστικά ψηλά και στα Αραβικά λέγεται fashin. Το σχήμα κάποιων θυμίζει κεφάλι σκύλου σε προφίλ, και ο όρος που χρησιμοποιείται στην βιβλιογραφία είναι “dog-head fashin” που σημαίνει ακριβώς αυτό. Τα κλασσικά ποντοπόρα μπαττίλ του παρελθόντος φαίνεται πως είχαν αυτό το ιδιαίτερο ακροστόλιο. Σήμερα δεν έχουν όλα τα μπαττίλ στην πρύμνη τους fashin με αυτό το σκυλίσιο προφίλ. Κάποια είναι απλά παραλληλόγραμμα με τριγωνική απόληξη. Το σχήμα του ποδοστήματος της πρύμνης διαφοροποιεί τα είδη των μπαττίλ καθώς και τους παρεμφερείς τύπους σκαφών.
Τα πρυμνιά ακροστόλια των μπαττίλ περιλαμβάνουν κι αυτά συχνά διακοσμήσεις με κυπραίες. Η ποικιλία τους είναι συναρπαστική! Κυπραίες ραμμένες σε λωρίδες χρωματιστού υφάσματος ή δέρματος, πλεγμένες σε αλυσίδες, ή κρεμασμένες σαν φυλαχτά μαζί με άλλα στολίδια από ασημένια νομίσματα έως και χρωματιστά πλαστικά αυγά, δημιουργούν εορταστική αίσθηση.
Ο Wilfred Thesiger (1910–2003) είναι ίσως ο πρώτος που φωτογράφησε τα εντυπωσιακά ακροστόλια των σκαριών του Κουμζάρ. Ο Βρετανός ταξιδιωτικός συγγραφέας αποτύπωσε τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής στην Αραβία στα μέσα του 20ου αιώνα, τέλος εποχής για την περιοχή, και τα μπαττίλ στις φωτογραφίες του φαντάζουν σαν απομεινάρια άλλης εποχής. Ο Vosmer, σε συνεργασία με τον διακεκριμένο φωτογράφο Roger Garwood, όμως παρήγαγαν ένα εξίσου αξιόλογο φωτογραφικό αρχείο των μπαττίλ που, σε πείσμα των καιρών, παραμένουν εν ενεργεία μέχρι σήμερα.
Σε μια σειρά ακαδημαϊκών άρθρων ο Vosmer τεκμηρίωσε την επιβίωση των μπαττίλ, αναλύοντας τα στοιχεία της ναυπήγησής τους, χωρίς βέβαια να παραλείψει να καταγράψει τα γοητευτικά τους ακροστόλια. Ο αραβολόγος και μελετητής της Αραβικής ναυτικής κληρονομιάς Dionisius Agius συνεργάστηκε με τον Vosmer στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μίλησε με τους ψαράδες του Κούμζαρ για τις συνήθειες τους σε στεριά και θάλασσα. Ένας από τους πληροφορητές του εξήγησε ότι οι διακοσμήσεις με τις κυπραίες σχετίζονταν με γαμήλιους εορτασμούς. Παρόμοια εξήγηση δόθηκε και στον Vosmer για τα πλαστικά σε σχήμα αυγών και μπανάνας! Καθώς όμως οι διακοσμήσεις αυτές είναι μόνιμες και τα σκάφη χρησιμοποιούνται ακόμα ως αλιευτικά, η ερμηνεία των διακοσμήσεων και των συμβολισμών τους παραμένει ανοικτή και πολύπλευρη για κατασκευαστές και χρήστες.
Οι κυπραίες είναι ένα γένος θαλάσσιων σαλιγκαριών (γαστερόποδων) της οικογένειας Cypridae, με ευρεία εξάπλωση στους ωκεανούς του κόσμου. Η λεία και γυαλιστερή επιφάνειά τους θυμίζει πολύτιμη πορσελάνη τόσο που η τελευταία πήρε το όνομά της στη Δύση από την ονομασία των κυπραίων στα λατινικά, δηλαδή τον όρο porcella, απ´όπου προέρχεται και η εναλλακτική Ελληνική ονομασία γουρουνίτσα. Αυτή η στιλπνότητα και, στην περίπτωση ορισμένων ειδών, όπως τα λεγόμενα tiger cowries, ο λαμπερός πιτσιλωτός τους χρωματισμός καθιστούν τα κοχύλια αυτά φυσικά κοσμήματα. Το χαρακτηριστικό άνοιγμά τους με τις κάθετες παράλληλες ραβδώσεις παραπέμπει σε θηλυκά γεννητικά όργανα και τους προσδίδει τον συμβολισμό της γονιμότητας. Είναι αυτή η σύνδεση με τη γονιμότητα που εξηγεί τον όνομα του είδους, «Cypraea», «η Κυπρία», παραπέμποντας στην Αφροδίτη που γεννήθηκε στην Κύπρο. Ως σύμβολα γονιμότητας, οι κυπραίες ταίριαξαν νοητά στον υλικό πολιτισμό του γάμου και της συζυγικής ζωής, κάτι που συνάδει με την εθνογραφική μαρτυρία του Agius για τον συμβολισμό των κυπραίων στα μπαττίλ του Κούμζαρ.
Εκτός από διακοσμητικές και συμβολικές ιδιότητες, ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι οι κυπραίες, που συλλέγονται σε τεράστιες ποσότητες κυρίως από τις Μαλδίβες, λειτουργούσαν και ως νόμισμα—γιαυτό και τα συγκεκριμένα ονόματα ειδών που τους δόθηκαν ήταν Cypraea moneta και Monetaria moneta! Το ότι οι κυπραίες που συλλέγονται στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Ινδικού Ωκεανού έχουν καταλήξει σε τακτική νομισματική χρήση στη Δυτική Αφρική είναι ενδεικτικό των πολλαπλών δικτύων που εμπλέκονταν στο δουλεμπόριο.
Η νομισματική διάσταση των κυπραίων μπορεί κι αυτή να συνδέεται ερμηνευτικά με την χρήση τους στις διακοσμήσεις των μπαττίλ του Μουσάνταμ. Πρόκειται άραγε για απομεινάρι μιας σχέσης μεταξύ του κλασσικού εμπορικού μπαττίλ με την διακίνηση των κυπραίων ως νόμισμα στο παρελθόν; Συνδέονται επίσης συμβολικά με την ιδέα της γονιμότητας; Είναι καθαρά διακοσμητικά; Δεν είναι βέβαια αλληλοαναιρούμενες οι ερμηνείες αυτές. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό να έχουν σημειωθεί σημειολογικές μεταλλαγές γύρω από τις κυπραίες μέσα στο χρόνο. Θα ήταν ενδιαφέρον να αναζητήσουμε αρχαιολογικά ή/και γραπτά στοιχεία για τη χρήση των κυπραίων στις διακοσμήσεις των μπαττίλ ή άλλων σκαφών της Αραβικής Θάλασσας πριν από τον 20ο αιώνα. Προς το παρόν, η εθνογραφική έρευνα των Agius και Vosmer έχει δείξει ότι οι σημερινοί χρήστες συνδέουν στολίδια από με τα τελετουργικά του γάμου. Επιπλέον, ο Vosmer καταγράφει την παρουσία μιας επίπεδης και συχνά διακοσμημένης σανίδας που συνδέει τις κουπαστές στην πλώρη, την ‘arusa (που στα Αραβικά σημαίνει «νύφη»), με μια πρόσθετη σχέση μεταξύ των πλοίων και του θηλυκού γένους.
Κλείνοντας, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη λειτουργία και τον συμβολισμό της προβιάς και των κεράτων στην πλώρη του μπαττίλ. Η παρουσία τους μας θυμίζει τη συμπληρωματικότητα της οικονομίας της ξηράς και της θάλασσας. Τι είχαν όμως στο μυαλό τους οι ναυπηγοί; Ο Vosmer αναφέρει ότι η διακόσμηση και τα υλικά λέγεται ότι «εμπνεύστηκαν από γεγονότα στο χωριό όπου εδρεύει το σκάφος». Ο Agius περιγράφει την εορταστική ατμόσφαιρα και τα τελετουργικά που συνοδεύουν την καθέλκυση ενός σκάφους στο Κουμζάρ και αλλού στην Αραβική χερσόνησο. Με μια τέτοια αφορμή, αιγοπρόβατα σφάζονται και μαγειρεύονται για μια μεγάλη γιορτή. Οι προβιές, λοιπόν, μπορεί να σχετίζονται με αυτές τις «θυσίες» και τις τελετουργίες για ένα ευοίωνο ξεκίνημα της ζωής των σκαριών. Υπάρχει βέβαια και η άλλη, πιο διαδεδομένη περίσταση τελετουργικής σφαγής ζώων στη ζωή μιας ισλαμικής κοινότητας: η Είντ αλ-Αντχα που σηματοδοτεί το τέλος του ιερού μήνα Δου᾽λ-Χίτζα, του μήνα του μεγάλου μουσουλμανικού προσκυνήματος. Μπορεί άραγε να συνδέεται αυτό το σημαντικό θρησκευτικό δρώμενο με τις προβιές που στολίζουν την πλώρη των μπαττίλ; Υπάρχει περίπτωση να μνημονεύουν οι προβιές την ετήσια κατάνυξη και ευλάβεια της κοινότητας που έτσι δρα ως φυλαχτό για την ασφαλή έκβαση ταξιδιών και θαλασσινών εξόδων;
Τα στολίδια των μπαττίλ του Κουμζάρ οι προβιές, τα κέρατα, τα προφίλ των σκύλων και οι κυπραίες φαίνεται να είναι η υλική έκφραση ενός πλούσιου κόσμου ιδεών που υιοθετήθηκαν, μεταλλάχθηκαν, πήραν νέα νοήματα και που είναι πια σήμερα τόσο φευγαλέες και υπαινικτικά παρούσες που είναι δύσκολο να τις διακρίνουμε ακριβώς.
Στην επόμενη συμπληρωματική ανάρτησή μας, η Δήμητρα θα αξιοποιήσει αυτή τη διαπίστωσή για να ρίξει μια νέα ματιά τα στολίδια των ακροστολίων κάποιων άλλων πολύ παλιότερων σκαφών, εκείνων που έσκιζαν τα κύματα του Αιγαίου την 3η χιλιετία π.Χ.
Θέλετε να διαβάσετε περισσότερα; Έχουμε προτάσεις!