Της Δήμητρας Μυλωνά.
Τα ψάρια συναρπάζουν τους ανθρώπους! Εμπλέκονται σε κάθε είδους ιστορίες. Τα βρίσκουμε σε θρύλους, στη μυθολογία, σε ονειροκρίτες, σε κάθε είδους αφηγήσεις, και στην παραστατική τέχνη. Σχετίζονται με διάφορες κοινωνικές καταστάσεις. Αυτού του είδους τα φανταστικά ψάρια τα βρίσκουμε ξανά και ξανά σε πολλούς τόπους σε όλο τον κόσμο και σε όλες τις εποχές. Οι άνθρωποι έτρωγαν φυσικά ψάρια, αλλά μερικές φορές φαίνεται ότι αυτό δεν ήταν αρκετό. Υπήρχε ανάγκη να τονιστεί η εμπειρία μέσα από την παράλληλη δημιουργία και κατανάλωση με όλες τις αισθήσεις νοητών ψαριών!
Αυτή η ανάρτηση εστιάζει στα ιχθυοπινάκια της Κλασσικής εποχής (4ος αιώνας π.Χ.) στις περιοχές της Αττικής, της Μαύρης Θάλασσας και της νότιας Ιταλίας. Ψάρια και θαλασσινά απεικονίστηκαν να κολυμπούν μέσα σ’ αυτά τα πιάτα, όπου, επιπλέον, σερβίρονταν πραγματικά, μαγειρεμένα ψάρια. Ποιο ήταν το νόημα αυτής της επαυξημένης εμπειρίας σ’ αυτούς τους τόπους, στον συγκεκριμένο χρόνο; Πώς αναπτύχθηκε και άλλαξε η μόδα στα πιατικά που απεικόνιζαν ψάρια και άλλα θαλασσινά; Ποιες ανάγκες εκπλήρωναν αυτά τα ιδιότυπα σκεύη; Μελλοντικές αναρτήσεις θα μας μεταφέρουν και σε άλλες γεωγραφικές περιοχές και χρονικά σημεία όπου η ίδια ιδέα, η μεταφορά του θαλάσσιου κόσμου μέσω της τέχνης στην καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων στη στεριά, αναπτύχθηκε με διαφορετικούς τρόπους.
Το σχήμα του πινακίου, του πιάτου δηλαδή, ήταν οικείο. Είχε εφευρεθεί στην Αθήνα τον 6ο αιώνα π.Χ. και είχε ήδη εξαπλωθεί στον ελληνικό κόσμο. Ήταν μελαμβαφές, ήταν δηλαδή βαμμένο με μαύρο γυαλιστερό χρώμα, είχε χαμηλό πόδι, χείλος, κεκλιμένο σώμα και μια μικρή κοιλότητα στο κέντρο του. Τίποτα ασυνήθιστο! Αυτό το πιάτο όμως επρόκειτο να μετατραπεί, σε μερικά αθηναϊκά εργαστήρια, σε ένα πραγματικά αξιομνημόνευτο αντικείμενο, στα τέλη του 5ου αιώνα. Τότε το απλό μαύρο πινάκιο άλλαξε. Μετατράπηκε σε αυτό που οι αρχαιολόγοι αποκαλούν ερυθρόμορφο (διακοσμημένο με κόκκινες φιγούρες σε μαύρο φόντο) και στολίστηκε με ένα πανόραμα από διαφορετικά ψάρια και άλλα θαλασσινά! Μία νέα μόδα γεννήθηκε!
Αττικά ιχθυοπινάκια για μακρινές αγορές
Τα ιχθυοπινάκια ήταν εξαρχής παράξενα. Αυτά τα πιάτα με το χαμηλό πόδι ήταν διακοσμημένα μόνο με δύο τύπους σύνθεσης. Μια μικρή ομάδα από αυτά παρήχθη στην Αθήνα για εξαγωγή στην περιοχή Κερχ, μέρος της χερσονήσου της Κριμαίας, στη βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Αυτά τα πινάκια απεικονίζουν, με κάθε λεπτομέρεια. μια μόνο μυθολογική σκηνή, αυτή της απαγωγής της Ευρώπης (για τον μύθο βλέπε εδώ). Η Ευρώπη διασχίζει τη θάλασσα καθισμένη στην πλάτη ενός ταύρου (μεταμορφωμένου Δία) συνοδευόμενη από ψάρια, δελφίνια, Νηρηίδες, Τρίτωνες, τον Ποσειδώνα και την Αμφιτρίτη, θαλάσσια όντα που έχουν ήδη συζητηθεί σε προηγούμενη ανάρτηση. Για κάποιον άγνωστο λόγο αυτός ο τύπος πινακίων είχε μεγάλη ζήτηση σε αυτόν τον τόπο. Δεν θα μπούμε όμως εδώ σε αυτήν τη συζήτηση.
Τα περισσότερα, ωστόσο, ανήκουν στον πιο πετυχημένο τύπο, τα κατ’ εξοχήν ιχθυοπινάκια! Αυτά τα πιάτα με χαμηλό πόδι και επικλινές σώμα είχαν το εσωτερικό τους διακοσμημένο με ψάρια.
Ο τύπος επινοήθηκε σε αθηναϊκά κεραμικά εργαστήρια κάποια στιγμή στη δύση του 5ου αιώνα π.Χ. Από την αρχή παράγονταν για εξαγωγή και φαίνεται ότι ο βόρειος Εύξεινος Πόντος και οι ελληνικές αποικίες εκεί ήταν μεγάλες αγορές γι αυτά τα πινάκια. Τελικά, εξήχθησαν και αλλού. Πόλεις του Αιγαίου όπως η Τορώνη και η Πέλλα και τα εμπορεία (ελληνικοί εμπορικοί σταθμοί) στις ακτές της βόρειας Αδριατικής, όπως η Ίσσα, στη σημερινή Κροατία, και η Σπίνα, νότια της Βενετίας, καθώς και το Εμπόριο στην Καταλονία της Ισπανίας, είναι μερικά από τα μέρη που εισήγαγαν αττικά ιχθυοπινάκια. Κάποια απ’ αυτά ήταν μικροσκοπικά, μικρογραφικά πιάτα και άλλα ήταν πιατέλες διαμέτρου άνω των 50 εκ. Τα περισσότερα, ωστόσο, ήταν μεσαίου μεγέθους, παρόμοια με τα συνηθισμένα πιάτα που χρησιμοποιούμε σήμερα. Έχουν βρεθεί σε οικισμούς, μέρος των πιατικών των νοικοκυριών, και σε τάφους, ως προσφορές στους νεκρούς.
Τα ψάρια που απεικονίζονται πιο συχνά στα αττικά ιχθυοπινάκια ήταν, αρχικά, τα διάφορα μέλη της οικογένειας των Σπαρίδων και οι κέφαλοι. Μερικές φορές η απόδοση του ψαριού είναι πολύ γενικευμένη για ακριβή αναγνώριση. Μερικά από τα ανατομικά τους χαρακτηριστικά, ωστόσο, μας κάνουν να πιστεύουμε ότι τα ψάρια που εικονίζονται είναι πιθανώς μέλη του γένους Dentex, Diplodus ή Pagrus (Dentex gibbosus, Diplodus sargus, Diplodus vulgaris, Pagrus pagrus, Pagrus caeruleosticus), με άλλα λόγια, ψάρια όπως η συναγρίδα, ο τσαουσάς, ο σαργός, ο σπάρος και το φαγκρί. Σουπιές, καλαμάρια, χταπόδια, σκορπίνες και χριστόψαρα εμφανίζονται λιγότερο συχνά. Στα μεταγενέστερα παραδείγματα απεικονίζονται επίσης το περκάκι (Serranus scriba), το μπαρμπούνι και η πεσκανδρίτσα.
Όλα αυτά είναι θαλάσσια πλάσματα κοινά στα παράκτια νερά της Ανατολικής Μεσογείου. Εκείνη την εποχή, εμφανίζονταν συχνά σε θεατρικά έργα, ιδιαίτερα σε κωμωδίες, και στη συμποτική λογοτεχνία (λογοτεχνία με επίκεντρο το συμπόσιο). Οστά ψαριών και θαλάσσια κοχύλια που βρέθηκαν σε αρχαιολογικές ανασκαφές σε όλη την Ελλάδα, και αποτελούν υπολείμματα αρχαίων γευμάτων, επιβεβαιώνουν την προτίμηση των Ελλήνων για αυτά τα είδη ψαριών. Παραδόξως, από τα ιχθυοπινάκια απουσιάζουν τα μεταναστευτικά είδη, και μάλιστα εκείνα της οικογένειας των Σκομβρίδων, τόσο οι μικρές όσο και οι μεγάλες ποικιλίες τόνου, οι παλαμίδες, και τα σκουμπριά, όλα τους πολύ δημοφιλή στη λογοτεχνία και αρκετά σημαντικά στην οικονομία.
Η αναγνώριση και η περιγραφή των ιχθυοπινακίων είναι εύκολη υπόθεση. Η κατανόησή τους είναι δυσκολότερη. Τι ώθησε την παραγωγή τους στην Αττική μόνο στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ.; Ήταν η ζήτηση από Έλληνες της διασποράς ή μήπως οι Αθηναίοι αγγειοπλάστες πειραματίστηκαν με αυτό το στυλ και το επέβαλαν στις μακρινές αγορές; Τι ενέπνευσε το θέμα της διακόσμησης, τα ψάρια, η πραγματική ζωή ή η λογοτεχνία; Τι σερβίρονταν σε αυτά; Πώς χρησιμοποιούνταν; Γιατί τα ψάρια στα αττικά ιχθυοπινάκια κολυμπούν πάντα με την κοιλιά τους προς το χείλος του πιάτου; Είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι αρχαίοι οικισμοί, όπου βρέθηκαν ιχθυοπινάκια, βρίσκονται κοντά σε λιμνοθάλασσες, ιδιαίτερα πλούσια υδάτινα οικοσυστήματα, όπου όμως πολλά από τα εικονιζόμενα ψάρια δεν ζουν;
Όταν οι καλοφαγάδες της Νότιας Ιταλίας υιοθέτησαν την μόδα των ιχθυοπινακίων!
Μετά από σχεδόν 50 χρόνια παραγωγής και εξαγωγής ιχθυοπινακίων από την Αττική, κάτι σημαντικό συνέβη! Η μόδα αυτή έχασε τη δυναμική της στα συνηθισμένα μέρη. Δεν ξέρουμε γιατί. Το περίτεχνο στυλ των ιχθυοπινακίων, ωστόσο, δεν ξεχάστηκε. Αντίθετα, υιοθετήθηκε από αγγειοπλάστες στη νότια Ιταλία και έφτασε σε νέα ύψη εκλέπτυνσης και εκζήτησης για άλλον μισό αιώνα. Φαίνεται ότι η κινητήρια δύναμη πίσω από αυτή την μετατόπιση σε περιοχές όπως η Σικελία, η Απουλία, η Ποσειδωνία και η Καμπανία, ήταν η αγάπη για τα ψάρια. Τα ψάρια διακοσμούσαν κάθε λογής αγγεία σε αυτά τα μέρη, αλλά τα ιχθυοπινάκια ξεχώριζαν, και παρόλο που οι εισαγωγές υψηλής ποιότητας διακοσμημένων αγγείων από την Αττική ήταν συνηθισμένες, τα ιχθυοπινάκια παράγονταν τοπικά. Εμφανίστηκαν κι εδώ σαν πυροτεχνήματα: άστραψαν για λίγο και μετά εξαφανίστηκαν! Αυτό που παρέμεινε ήταν το απλό, μελαμβαφές πιάτο του παρελθόντος.
Με μια πρώτη ματιά, τα νοτιοϊταλιώτικα ιχθυοπινάκια μοιάζουν με τα αντίστοιχα της Αττικής. Έχουν όμως τρεις σημαντικές διαφορές. Παραδόξως, τα ψάρια στα νοτιοϊταλιώτικα ιχθυοπινάκια κολυμπούν πάντα με την πλάτη τους και όχι την κοιλιά τους προς το χείλος. Τα σώματα των ψαριών είναι διακοσμημένα και με άλλα χρώματα, για παράδειγμα με λευκές κουκκίδες και γραμμές. Επίσης, στα ιταλικά ιχθυοπινάκια απεικονίζονται περισσότερα είδη ψαριών και άλλων θαλασσινών απ’ ό, τι στα αττικά. Εδώ βρίσκουμε καπόνια, γλώσσες, σελάχια, κεφαλόποδα, γαρίδες και αστακούς ακόμα και δελφίνια. Είναι ενδιαφέρον ότι η σκορπίνα, αγαπημένο ψάρι στα αττικά ιχθυοπινάκια, είναι πολύ σπάνιο στα παραδείγματα της νότιας Ιταλίας, όπου εικονίζεται όμως ο τόνος.
Τα νοτιοϊταλιώτικα ιχθυοπινάκια, όπως και τα αντίστοιχα της Αττικής, έχουν βρεθεί τόσο σε οικίες όσο και σε νεκροταφεία. Στη νότια Ιταλία, όμως, έχουν βρεθεί πολύ περισσότερα απ’ οπουδήποτε αλλού, αντανακλώντας ίσως την έντονη τοπική ζήτηση. Το θέμα της χρήσης τους παραμένει αινιγματικό. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι ήταν ακριβά αντικείμενα, που χρησιμοποιούνταν στα συμπόσια, ως σύμβολο πολυτέλειας. Πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκαν ειδικά για το σερβίρισμα ψαριών με την κεντρική κοιλότητα να χρησιμεύει ως δοχείο για τους χυμούς ψαριών ή τη συνοδευτική σάλτσα ψαριού ή ως βάση για ένα μικρό κύπελλο χωρίς λαβές που εξυπηρετούσε την ίδια λειτουργία.
Είτε αττικά είτε η νοτιοϊταλιώτικα, τα ιχθυοπινάκια πρέπει να είχαν έναν ισχυρό οπτικό αντίκτυπο στα τραπέζια των συμποσίων. Αν σέρβιραν ψάρια σε αυτά, όπως υποδηλώνουν διάφορες ενδείξεις, τότε αυτά τα πιάτα δεν θα άδειαζαν ποτέ… ακόμα κι αν οι συμποσιαστές κατανάλωναν όλο το περιεχόμενό τους, τα ψάρια και τα θαλασσινά θα συνέχιζαν να κολυμπούν μέσα στα πιάτα!
Φαίνεται ότι η ιχθυοφαγία είναι το κλειδί για την κατανόηση των ιχθυοπινακίων και της δημοτικότητάς τους σε ορισμένα μέρη και για σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Η θαλάσσια γαστρονομία, οι κοινωνικές συνθήκες της ψαροφαγίας, οι συμβολισμοί και οι ιδέες που συνδέονται με αυτήν την πράξη είναι προφανώς πολύ σχετικές.
Ποια ήταν η σημασία των ιχθυοπινακίων;
Η θάλασσα γύρω από την Κριμαία και ειδικότερα τη χερσόνησο Taman είναι πολύ πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία, και ακόμη και στις μέρες μας διατηρεί μεγάλους πληθυσμούς ψαριών. Πρόκειται για ρηχά νερά με χαμηλή αλατότητα και εκτεταμένες λιμνοθάλασσες. Ελληνικές αποικίες, που ανήκαν στο Βασίλειο του Βοσπόρου, είχαν ήδη ιδρυθεί εκεί τον 6ο αιώνα π.Χ. και στον 4ο αιώνα ήταν ακμαίες. Εξήγαγαν δημητριακά και παστά ψάρια σε ελληνικές πόλεις και αλλού. Τα ψάρια ήταν σίγουρα σημαντικά για την οικονομία και τη ζωή σε αυτήν την περιοχή, αλλά ήταν ως επί το πλείστον αδιάφορα είδη που αντέχουν σε νερά χαμηλής αλατότητας. Ο γαύρος, η ρέγγα, τα μπαρμπούνια αλλά και ο οξύρρυγχος, ο κυπρίνος και το γατόψαρο ήταν τα πιο κοινά είδη. Εκτός από τον κέφαλο, και ίσως ορισμένα είδη της οικογένειας των Σπαρίδων που ζουν σε υφάλμυρα νερά, τα άλλα ψάρια και μαλάκια που απεικονίζονται στα αττικά ιχθυοπινάκια στη χερσόνησο Ταμάν είναι είτε σπάνια, είτε απουσιάζουν εντελώς από τα νερά της. Κι όμως, όσοι εισήγαγαν αυτά τα σκεύη από την Αττική προτιμούσαν προφανώς να βλέπουν τα πλάσματα των αλμυρών νερών και των ελληνικών ακτών στο πιάτο τους. Καθώς οι περισσότερες άλλες τοποθεσίες όπου έχουν εντοπιστεί αττικά ιχθυοπινάκια βρίσκονται επίσης κοντά σε λιμνοθάλασσες ή εκβολές ποταμών, όλα πλούσια, ευτροφικά περιβάλλοντα χαμηλής αλατότητας, ένα παρόμοιο επιχείρημα θα μπορούσε να σχετίζεται και με αυτές.
Όταν δημιουργήθηκαν τα αττικά ιχθυοπινάκια για πρώτη φορά, η ψαροφαγία ήταν πολύ της μόδας στην εκλεπτυσμένη Αθήνα, θέμα συζήτησης τόσο σε ιδιωτικές συνάξεις όσο και δημόσια. Η κατανάλωση ψαριών πρόσφερε μια αρένα κοινωνικού ανταγωνισμού γύρω από το τραπέζι, και οι φιλόδοξοι αριβίστες επιδείκνυαν την αξία τους με το να γνωρίζουν τα πάντα γύρω από την φρεσκάδα και τις τιμές των ψαριών και κάθε τι ιχθυολογικό. Η τρέλα με τα ψάρια ήταν σαρωτική και οι Αθηναίοι συνέδεσαν ακόμη και την έντονη επιθυμία για ψάρια με την έλλειψη δημοκρατικού ήθους! Επιπλέον, τα ψάρια και το σεξ συνδέθηκαν με διάφορους τρόπους, απλούς αλλά και πιο δαιδαλώδεις. Έτσι, όταν οι καταναλωτές στη βόρεια Μαύρη Θάλασσα επιθυμούσαν αττικά ιχθυοπινάκια διακοσμημένα με ψάρια του Αιγαίου και της Μεσογείου στην πραγματικότητα επιθυμούσαν ένα μικρό κομμάτι αυτής της κουλτούρας. Το ψάρι, αυτό το άκρως συμβολικό τρόφιμο, φαίνεται να εξέφραζε την ελληνικότητα, την εκλέπτυνση και την επιθυμία να συμμετέχει κανείς σε όλα όσα συνέβαιναν στο πολιτιστικό κέντρο της εποχής, την Αθήνα.
Η αγορά της Νότιας Ιταλίας δεν εισήγαγε ιχθυοπινάκια από την Αττική. Γιατί όμως οι Νοτιοϊταλιώτες ανέπτυξαν την επιθυμία για ιχθυοπινάκια; Εδώ η θεωρία που περιγράφτηκε παραπάνω δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Το θαλάσσιο περιβάλλον της Νότιας Ιταλίας είναι πολύ παρόμοιο με εκείνο των ελληνικών θαλασσών: τα παράκτια είδη ήταν κι εδώ πολύ κοινά, και, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές της εποχής, πολύ αγαπητά. Φαίνεται ότι οι Ιταλοί του νότου με τα ιχθυοπινάκια που παρήγαγαν οι ίδιοι έκαναν κάποιου είδους δήλωση: ήθελαν να τα αντιμετωπίσουν με έναν ανεξάρτητο, τοπικά καθορισμένο τρόπο. Ίσως, η επιμονή στο να βάζουν τα ψάρια να κολυμπούν με ένα συγκεκριμένο προσανατολισμό μέσα στο πιάτο να είναι μια έκφραση αυτής της επιθυμίας. Τα ψάρια στα νοτιοϊταλιώτικα ιχθυοπινάκια κολυμπούσαν διαφορετικά απ’ ότι στα αττικά!
Η Νότια Ιταλία τον 4ο αιώνα π.Χ. ήταν το θέατρο μερικών μοναδικών εξελίξεων. Σ’ εκείνον τον τόπο και εκείνη την εποχή αναπτύχθηκε μια ξεχωριστή τοπική γαστρονομία, παρόμοια με την υψηλή κουζίνα των ημερών μας. Ο Αρχέστρατος, ο οποίος ήταν το θέμα μιας προηγούμενης ανάρτησης των Αρχείων της Θάλασσας, ήταν πρεσβευτής αυτού του κόσμου (δείτε το εδώ). Μελετητές ανέλυσαν το οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό υπόβαθρο αυτού του φαινομένου.
Ο πλούτος, η αφθονία και η ποικιλία προϊόντων, τοπικών και εισαγόμενων, η ύπαρξη διαφορετικών συνταγών και ανεπτυγμένης γεωργίας και εμπορίου αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την δημιουργία της υψηλής γαστρονομίας. Παράλληλα η ύπαρξη καταναλωτών που απαιτούν εκλεκτά, υψηλής ποιότητας τρόφιμα και μιας κοινωνίας που συνδέει το φαγητό με ευχαρίστηση είναι καίριας σημασίας. Η Νότια Ιταλία ήταν ο τόπος όπου έζησαν και ανέπτυξαν την τέχνη τους διάσημοι μάγειροι και όπου γράφτηκαν για πρώτη φορά βιβλία μαγειρικής. Ο Μίθαικος από τη Σικελία, ο Γλαύκος της Λοκρίδας, οι δύο Ηρακλείδες από τις Συρακούσες και ο Ηγήσιππος από τον Τάραντα είναι οι πιο γνωστοί από αυτούς τους μάγειρες/συγγραφείς βιβλίων μαγειρικής.
Έτσι, στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα, στη Νότια Ιταλία, τα ιχθυοπινάκια αγκαλιάστηκαν από μια κοινωνία (ή τουλάχιστον το πιο ευκατάστατο τμήμα της) που έδινε μεγάλη σημασία στα ψάρια, στην προέλευσή τους, στην προετοιμασία και παρουσίασή τους σε ένα πιάτο. Οι άνθρωποι όχι μόνο έδιναν προσοχή σ’ αυτά τα πράγματα, αλλά συζητούσαν το θέμα με κάθε λεπτομέρεια, και έθεταν την ατζέντα για τη σωστή διεξαγωγή της ιχθυοφαγίας. Οι καλοφαγάδες της Νότιας Ιταλίας εκμεταλλεύονταν τους πλούσιους ψαρότοπους της περιοχής, έτρωγαν ψάρια και θαλασσινά και επιπλέον συζητούσαν το θέμα με περίτεχνο τρόπο γύρω από το τραπέζι και αλλού. Βιβλία μαγειρικής με έμφαση στα ψάρια είχαν ήδη κυκλοφορήσει το 400 π.Χ., Ακολουθώντας το πρότυπο άλλων επιστημονικών πραγματειών (ιατρικών, βοτανικών κ.λ.π.), έδιναν σαφείς οδηγίες για το μαγείρεμά τους. Φαίνεται ότι με τα ιχθυοπινάκια οι Νοτιοϊταλιώτες βρήκαν έναν τρόπο να δώσουν έμφαση σ’ αυτή την εμπειρία ψαροφαγίας.
Τα ιχθυοπινάκια, τα γεμάτα με θαλάσσιους θησαυρούς, στην Νότια Ιταλία θα μπορούσαν πιθανώς να γίνουν καλύτερα κατανοητά ως αντικείμενα που πρόσφεραν ένα διπλό αισθητηριακό ερέθισμα. Τόσο το στόμα όσο και τα μάτια προσλάμβαναν τα ψάρια και, πιθανότατα ταυτόχρονα, το αυτί ήταν απασχολημένο με λεκτικές εικόνες ψαριών και πιάτα ψαριών μέσα από την ποίηση, όπως τους στίχους του Αρχέστρατου. Τα ψάρια ενσωματώνονταν με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο!
Προσεχώς…..
Τι γίνεται όμως με το μοτίβο ψαριών σε ιχθυοπινάκια και άλλα αγγεία σε άλλα μέρη του κόσμου και σε άλλες χρονικές περιόδους; Συμβολίζοντας την αφθονία, απεικονίζοντας τους Ιχθύες του ζωδιακού κύκλου, παραπέμποντας στο μύθο, συμμετέχοντας στη μετατροπή της φύσης σε τέχνεργα, τα ψάρια κολυμπούν με όλους τους τρόπους στην καλλιτεχνική παραγωγή διαφορετικών πολιτισμών. Αναμφίβολα θα επιστρέψουμε στο θέμα των παραστάσεων ψαριών… μείνετε συντονισμένοι!
Θέλετε να μάθετε περισσότερα; Έχουμε προτάσεις!