Της Ρωξάνης Μαργαρίτη.
Στην Ατλάντα του Νότου των ΗΠΑ, στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου, είχαμε μεγάλες χαρές. Η τοπική ομάδα του μπέιζμπολ, οι Atlanta Braves, πήρε το υπερπρωτάθλημα! Παρότι οφείλω να ομολογήσω ότι ξέρω ελάχιστα πράγματα για αυτό άθλημα που λατρεύουν όλοι στις ΗΠΑ, μέσα στην παραζάλη των πανηγυρισμών και των ατελείωτων σχολίων έμαθα για τον Joc Pederson. Ο Pederson ξεχωρίζει όχι μόνο για τις ικανότητες του ως outfielder αλλά και γιατί φορά τη φανέλα της ομάδας του με…. μια λαμπερή σειρά μαργαριταριών!
Τα μαργαριτάρια του Joc αιφνιδίασαν, κίνησαν την περιέργεια, και γοήτευσαν τους οπαδούς της ομάδας του. Για μένα ήταν σαν το σύμπαν να μου έκανε ένα δωράκι για το μάθημα που δίδαξα το εαρινό εξάμηνο με θέμα την ιστορία προϊόντων του δυτικού Ινδικού Ωκεανού που εξελίχθηκαν σε περιζήτητα αγαθά του υπερπόντιου και παγκόσμιου εμπορίου. Βλέποντας το κλασσικό περιδέραιο μαργαριταριών πάνω στην φανέλα του ήρωα της πόλης μας, ξεκίνησα το μάθημά μου με το εξής ερώτημα: τι κοινό έχει ο Joc Pederson με τον αυτοκράτορα των Μογγόλων της Ινδίας ‘Ακμπαρ που έζησε από το 1542 έως το 1605;
Στη διάρκεια του εξαμήνου είπαμε πολλά για την διαχρονική και διαπολιτισμική αξία των μαργαριταριών, αλλά και για τους μεταλλασσόμενους συμβολισμούς τους μέσα στο χρόνο και τον χώρο. Τόσα πολλά που σίγουρα δεν χωρούν σε μια ανάρτηση! Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Πέρσης σοφός αλ-Μπιρουνί (πέθανε γύρω στο 1053) είχε δίκιο: η έλξη των μαργαριταριών αναγνωρίζεται από όλα τα έθνη του κόσμου.
Εδώ λοιπόν θα εστιάσουμε γεωγραφικά στον δυτικό Ινδικό Ωκεανό (με μια μικρή επέκταση στον Ειρηνικό!), και θεματικά στην ιστορία των ανθρώπων χωρίς τους οποίους τα μαργαριτάρια θα έμεναν στην θάλασσα. Θα μιλήσουμε για τους αφανείς ναυτικούς και δύτες που τα μάζευαν από τα ρηχά, χλιαρά, αλλά κι επικίνδυνα νερά της Ερυθράς Θάλασσας, του Περσικού Κόλπου, και του Κόλπου του Μαννάρ από την αρχαιότητα μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο φετιχισμός των μαργαριταριών
Πριν σαλπάρουμε με τους αλιείς μαργαριταριών, ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο σε αυτό που κάνει τα μαργαριτάρια τόσο περιζήτητα. Μπορεί ότι λάμπει να μη είναι χρυσός, η στιλπνότητα όμως είναι μια διαχρονική αξία.
Η στιλπνότητα των μαργαριταριών είναι αποτέλεσμα της βιολογίας των μαργαριτοφόρων στρειδιών και της διαδικασίας σχηματισμού τους. Στις νότιες θάλασσες της Ανατολής, δύο γένη θαλάσσιων στρειδιών φημίζονται για τα μαργαριτάρια τους:
Τα στρείδια του γένους Pinctada, που συμπεριλαμβάνουν το χαρακτηριστικό είδος Pinctada margaritifera.
Kαι τα στρείδια του γένους Pteria, που ξεχωρίζουν χάρη στο χαρακτηριστικό φτερωτό τους σχήμα.
Τα διάφορα είδη αυτών των δύο γενών συλλέγονταν για τα μαργαριτάρια τους αλλά και για το μάργαρο ή σεντέφι (η ελληνική/τουρκική λέξη σεντέφι/sedef προέρχεται από τον αραβικό όρο για το μαργαριτόστρειδο, σάνταφ, صدف ), την λαμπερή εσωτερική επιφάνεια των οστράκων τους με την οποία κατασκευάζονταν κοσμήματα, κουμπιά, λαβές, χτένες, μέχρι και ολόκληρα σερβίτσια, και επενδύονταν ή διακοσμούνταν έπιπλα, δοχεία, και άλλα αντικείμενα.
Μαργαριτάρια και σεντέφι προκύπτουν από την ίδια βιολογική λειτουργία, που λέγεται και βιομεταλλοποίηση (biomineralization). Και αυτή είναι κοινή όχι μόνο στα διάφορα είδη που παράγουν μαργαριτάρια αλλά και σε άλλα οστρακόδερμα μαλάκια. Ο μανδύας (το περίβλημα των οργάνων) των ζώων αυτών εκκρίνει ανθρακούχο ασβέστιο που παίρνει τη μορφή κρυσταλλικών πλακιδίων. Πολλές επιστρώσεις αυτού του υλικού σχηματίζουν το προστατευτικό κοχύλι. Όταν ένας κόκκος άμμου ή κάποιος μικροοργανισμός μπει ενοχλητικά μέσα στο στρείδι, εκείνο εκκρίνει και περιβάλλει με αλλεπάλληλες επιστρώσεις σεντεφιού το ερεθισμένο σημείο που έτσι στρογγυλεύει και γίνεται μαργαριτάρι. Με άλλα λόγια, τα μαργαριτάρια προκύπτουν από παθογένεια, όπως και η άμβρα με την οποία ασχοληθήκαμε σε προηγούμενo post. Η διαδικασία περιγράφεται παραστατικά σε αυτό το κλιπ από ντοκυμαντέρ του National Geographic για τα περίφημα μαργαριτοφόρα στρείδια και τα μαύρα μαργαριτάρια του Νότιου Ειρηνικού (Pinctada maxima).
Κάθε φυσικό μαργαριτάρι είναι μοναδικό, διαφέροντας από τα αδέλφια του ως προς την στιλπνότητα, το χρώμα, την λειότητα, στρογγυλότητα και βέβαια μέγεθος. Οι Ρωμαίοι ονόμασαν τα μαργαριτάρια uniones, ένας όρος που προφανώς αναφέρεται στην μοναδικότητά τους, ενώ ένα από τα διασημότερα μαργαριτάρια του Αραβο-Ισλαμικού πολιτισμού λεγόταν αλ-γιατίμα (η ορφανή) σηματοδοτώντας την απαράμιλλη φύση του. Κάποια είναι μικρά και πολύ κοινά, και κάποια μεγάλα και εντυπωσιακά. Το μυστήριο της γένεσής τους, απασχόλησε τους λαούς των νότιων θαλασσών από πολύ νωρίς. Ανάμεσα σε πολλές, μία θεωρία επικράτησε στη Μεσόγειο και το δυτικό μισό του Ινδικού Ωκεανού από την Ρωμαϊκή εποχή. Την ίδια αργότερα μετέφεραν παραστατικά από Αραβόφωνοι συγγραφείς: το μαργαριτάρι είναι παιδί του στρειδιού που γεννιέται όταν μια στάλα γλυκού νερού εισβάλλει στο εσωτερικό του. Σε μια παραλλαγή αυτής της θεωρίας, τα στρείδια κολυμπούν στην επιφάνεια της θάλασσας όπου γονιμοποιούνται από δροσοσταγόνες που μέσα τους παγιδεύουν το φως του φεγγαριού και αυτό δίνει στα μαργαριτάρια την λαμπερή τους όψη.
Ως μοναδικότητες και ως προϊόντα μιας μυστηριώδους και γοητευτικής φυσικής διαδικασίας τα μαργαριτάρια μετατρέπονταν σε εμπορεύματα και μεταμορφώνονταν για τους κατόχους τους σε αυτό που ο Μαρξ θα ονόμαζε φετίχ. Ο φετιχισμός των εμπορευμάτων για τον Μαρξ έχει να κάνει κυρίως με το γεγονός ότι κάθε εμπόρευμα αποκτώντας μια τιμή αγοράς και πώλησης, μια αφηρημένη αξία δηλαδή, αποκρύπτει την εργασία που χρειάστηκε για να παραχθεί και τις κοινωνικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν την εργασία αυτή. Πόσοι κάτοχοι μιας σειράς μαργαριταριών ή ακόμα κι ενός κοσμήματος με ένα μόνο μαργαριτάρι (μοναδικού κοσμήματος) σκέφτονται τον κόπο των δυτών που τα ανέσυραν και τις συνθήκες εργασίας τους και όχι την ανταλλακτική και συμβολική αξία του αποκτήματός τους;
Μέσα στα μαργαριτάρια σίγουρα μπαίνουν δεκάδες συμβολισμοί που χαρακτηρίζουν τις ιδιαίτερες κουλτούρες των χρηστών. Εύλογο παράδειγμα της ταύτισης των μαργαριταριών με τον πλούτο και την επίδειξή του είναι το ότι ο Πλίνιος, τον 1ο αιώνα μΧ. αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο της Φυσικής Ιστορίας του σε αυτό το θέμα. Ξεχωρίζουν τα όσα μεταφέρει ο Ρωμαίος συγγραφέας για την Κλεοπάτρα και δύο φημισμένα μαργαριτάρια στην κατοχή της, τα μεγαλύτερα του κόσμου, κληρονομημένα από «τους βασιλείς της Ανατολής». Σύμφωνα με τον όχι και πολύ αμερόληπτο πληροφοριοδότη μας, η Κλεοπάτρα στοιχημάτισε με τον Μάρκο Αντώνιο ότι ήταν ικανή να ξοδέψει δέκα εκατομμύρια σηστέρτιους σε ένα γεύμα. Στη συνέχεια διέταξε να διαλυθεί το ένα από τα δύο θαυμαστά της μαργαριτάρια σε ξύδι και πίνοντας το εξωφρενικό αυτό κοκτέιλ απέδειξε στον εραστή της την καταναλωτική της ισχύ!
Πέρα όμως από την πολυτέλεια τα μαργαριτάρια πήραν και πνευματικούς συμβολισμούς. Έτσι ενώ στην εκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα σε εκθαμβωτικά κοσμήματα, στο Χριστιανικό πνευματικό πλαίσιο συμβόλιζαν την αγνότητα, το φως της θρησκείας και τον ίδιο τον Χριστό, συχνά σε επίσης εκθαμβωτικά αντικείμενα.
Δύο όψεις εκθαμβωτικού ζευγαριού Βυζαντινών βραχιολών (6-8ος αιώνας) όπου δεσπόζουν τα μαργαριτάρια. Νέα Υόρκη, Metropolitan Museum of Art, 17.190.1670 και 1671.
Αλιείς μαργαριταριών μέσα από τα μάτια άλλων
Όπως και με πολλά άλλα προϊόντα που καταλήγουν στις διεθνς αγορές, υπάρχει και στην οικονομική ιστορία των μαργαριταριών ένα γεωγραφικό και πολιτισμικό δίπολο. Ιστορικά και παραδοσιακά, εκείνοι που τα παρήγαγαν ζούσαν σε διαφορετικές γεωγραφικές και οικολογικές ζώνες από εκείνους που τα κατανάλωναν, και σε κάθε μια από αυτές οι σχέσεις με τα μαργαριτάρια εκφράζονταν διαφορετικά. Όπως και σε πολλές άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, σώζονται μόνο λίγα στοιχεία από τις κοινότητες που παρήγαγαν τα μαργαριτάρια. Η φωνή των παραγωγών φτάνει σ᾽ εμάς μόνο έμμεσα καθώς η γνώση μας βασίζεται σε περιγραφές άλλων. Η αρχαιολογία έρχεται κάποιες φορές να συμπληρώσει την εικόνα. Ένα από τα λίγα παραδείγματα για την χρήση μάργαρου από τους ίδιους τους ψαράδες είναι η κατασκευή αγκιστριών από την λαμπερή επιφάνεια των οστράκων από τους πρώτους Πολυνήσιους, αυτόν τον κατεξοχήν ναυτικό λαό, τουλάχιστον από το 1200 και μετά.
Άγκιστρια από μάργαρο σαν το μεσαίο κυριαρχούν στα κατώτερα στρώματα της αρχαιολογικής θέσης Pu’u Ali’i (Λόγος των Αρχηγών) στο Mεγάλο Nησί του αρχιπελάγους της Χαβάης. Η θέση αυτή θεωρείται από τις πρώτες που εποικίστηκαν στο αρχιπέλαγος και υπήρξε κατεξοχήν αλιευτικός οικισμός. Χαβάη, Bishop Museum. Τα άλλα δείγματα, επίσης από την Πολυνησία, βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Oc1944,02.26 και Oc,VAN.377.a-b
Ευτυχώς η εποχή που εντάθηκε το διαμετακομιστικό εμπόριο μεταξύ Μεσογείου και του Ινδο-Ειρηνικού ωκεανού κατά το μεσαίωνα συμπίπτει με την άνθηση της των γραμμάτων και των επιστημών στον Ισλαμικό κόσμο, και πολλοί συγγραφείς (ταξιδιώτες, κοσμογράφοι, χρονογράφοι, και εγκυκλοπαιδιστές) μεταφέρουν κυρίως στην Αραβική γλώσσα λεπτομέρειες για τα θαύματα της θάλασσας που συνάντησαν σ΄ αυτή την περιοχή αλλα και για την εκμετάλλευσή τους από ντόπιους πληθυσμούς. Χαρακτηριστικό είναι το έργο του πολυμαθή Αμπου᾽λ-Ραιχάν αλ-Μπιρουνί για τους πολύτιμους λίθους που περιλαμβάνει εκτενές κεφάλαιο για τα μαργαριτάρια. Πολλά άλλα Αραβικά κείμενα αφιερώθηκαν στον θέμα των μαργαριταριών, και παραθέτουν πλούσια στοιχεία για τον τρόπο εργασίας των αλιέων τους, όπως εξηγεί στην εποπτική μελέτη του για την ιστορία της αλιείας μαργαριταριών στον Περσικό Κόλπο, ο αρχαιολόγος Ρόμπερτ Κάρτερ.
Αργότερα, την εποχή της αποικιοκρατίας, παρά το μεγάλο ενδιαφέρον για τα μαργαριτάρια, ρομαντικές προσεγγίσεις πολύ λίγο μεταφέρουν τις λεπτομέρειες της ζωής και της διαβίωσης των αλιέων. Καταλήγουν να τονίζουν περισσότερο την απόσταση παρά την εγγύτητα μεταξύ των καταναλωτών των στιλπνών σφαιριδίων και των παραγωγών τους. Ένα εύλογο παράδειγμα είναι η μουσικά υπέροχη αλλά σεναριακά επιφανειακή όπερα του Georges Bizet (1838–1875), Les pêcheurs des perles.
H υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στην Κεϋλάνη (τη σημερινή Σρι Λάνκα). Νησιωτικός τόπος και “μικρή ήπειρος,” η Κεϋλάνη ήταν πηγή μαργαριταριών από τα χρόνια του Ινδο-ρωμαϊκού εμπορίου και κατά πάσα πιθανότητα η προέλευση των κοσμημάτων στο περιδέραιο του αυτοκράτορα Άκμπαρ. Αργότερα, την εποχή που γραφόταν το λιμπρέτο της όπερας του Bizet, οι τράπεζες των μαργαριταριών του Κόλπου του Μαννάρ φορολογούνταν βαριά. Τα μαργαριτάρια έγιναν ένα ακόμα αντικείμενο Βρετανικής αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης και καταδυνάστευσης των τοπικών κοινωνιών.
Η όπερα εστιάζει στην φιλία δύο αλιέων μαργαριταριών Ζουργκά και Ναντίρ και τον επικίνδυνο ερωτά τους για την Λεϊλά, ιέρεια του θεού Μπράχμα.
Σύμφωνα με το ευφάνταστο λιμπρετίστα, η ιέρεια εξασφάλιζε την επιτυχία των ψαράδων στη θάλασσα, έπρεπε όμως να μένει αγνή για να εισακούονται οι προσευχές της. Η Λεϊλά όμως ερωτεύτηκε τον Ναντίρ. Ο αμοιβαίος αυτός έρωτας απειλούσε όχι μόνο την φιλία των δύο αντρών αλλά και την ασφάλεια και την επιβίωση ολόκληρης της κοινότητας των ψαράδων. Kανένας λάτρης της όπερας δε φάνηκε να νοιάστηκε που οι παράκτιοι πληθυσμοί της Σρι Λάνκα είναι κατά πλειοψηφία Βουδιστές και το ότι η λατρεία του θεού Μπράχμα κυρίως από Ινδουιστές δεν λειτουργεί με τον τρόπο που μεταφέρει το λιμπρέτο. Παρά την αποικιοκρατική επαφή λοιπόν με την Κεϋλάνη και την πρόσβαση σε πληροφορίες, οι Αλιείς Μαργαριταριών είναι στην ουσία μια ακόμα οριενταλιστική φαντασίωση και δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τους ψαράδες της εποχής.
H σχέση μεταξύ εκείνων που κατανάλωναν τα μαργαριτάρια κι αυτών που τα παρήγαγαν αλλά και οι προκαταλήψεις των μεν για τους δε διαφαίνονται γλαφυρά σε ένα σχολικό εγχειρίδιο με θέμα τα μαλάκια και τα κοχύλια τους που δημοσίευσε το 1838 ο Αμερικανός λογοτέχνης Edgar Allan Poe, πατέρας του αστυνομικού μυθιστορήματος και των έργων τρόμου και επιστημονικής φαντασίας. Είναι κι αυτό προϊόν της ίδιας ιστορικής περιόδου όπως και η όπερα του Bizet. Είναι η εποχή που άρχισε να εκλαϊκεύεται η επιστημονική γνώση των φυσιοδιφών και παράλληλα να εξαπλώνεται η δυτικοευρωπαϊκή αποικιοκρατία μαζί με την ακόρεστη επιθυμία των δυτικών για την αρπαγή και διαχείριση του θαλάσσιου πλούτου του παγκόσμιου νότου.
«Τα οστρακοειδή αποτελούν τον βασικό πόρο αναρίθμητων βαρβαρικών εθνών που κατοικούν τις ακτές. Στις ακτές της Δυτικής Αφρικής, της Χιλής, της Νέας Ολλανδίας και στα πολλά πυκνοκατοικημένα νησιά των νότιων θαλασσών, πόσο συμβάλει κάτι φαινομενικά τόσο ασήμαντο όσο τα οστρακοειδή στον πλούτο και την ευτυχία του ανθρώπου! Στις πιο πολιτισμένες χώρες, συχνά προμηθεύει το τραπέζι με μια εξαίσια πολυτέλεια. Αλλά ας μην ξεχνάμε τα δώρα της πίνας με τη βύσσο της, ούτε την πορφύρα με τη λαμπερή και κάποτε πολύτιμη βαφή της ούτε να παραλείψουμε να μιλήσουμε για το πως το μαργαριτοφόρο όστρακο, με το λαμπερό σεντέφι και το ίδιο το μαργαριτάρι του, πυροδοτεί μια ολόκληρη βιομηχανία που καλλιεργεί την πολυτέλεια».
Edgar Allan Poe, The Conchologist’s First Book, 1834
Τις πραγματικές συνθήκες εργασίας και τις δυσκολίες διαβίωσης των αλιέων μαργαριταριών μεταφέρει γλαφυρά ο Αυστραλός Alan Villiers. Θαλασσοπόρος, φωτογράφος, συγγραφέας και λάτρης των τελευταίων ιστιοφόρων πλοίων και των παραδόσεων τους, o Villiers, στο βιωματικό χρονικό Οι Γιοί του Σεβάχ του Θαλασσινού (Sons of Sindbad, 1940), μας άφησε μια πολύτιμη μαρτυρία για το τέλος εποχής της αλιείας μαργαριταριών στον Περσικό κόλπο.
Ο Villiers μπάρκαρε σε Κουβετιανό εμπορικό ιστιοφόρο στην Νότια Αραβία το 1938. Ταξίδεψε μ᾽ αυτό ως την Μοζαμβίκη και συνέχισε μέχρι την επιστροφή του πλοίου στο Κουβέιτ. Οι ναύτες με τους οποίους ταξίδεψε, όταν επέστρεφαν στην βάση τους, δεν είχαν την πολυτέλεια να ξεκουράζονται, αλλά μπάρκαραν κατευθείαν στα ψαράδικα των μαργαριταριών. Η έναρξη της περιόδου αλιείας μαργαριταριών συνέπιπτε με την επιστροφή των εμπορικών πλοίων καθώς κλιματολογικές συνθήκες των καλοκαιρινών μουσώνων έκλεινε των Ινδικό Ωκεανό στα υπερπόντια ταξίδια, άνοιγε όμως την τα ρηχά νερά του Περσικού κόλπου στους αλιείς μαργαριταριών. Η αλιεία μαργαριταριών αποτελούσε εποχιακή δραστηριότητα της θάλασσας, και προσέφερε στους φτωχούς ναυτικούς ένα συμπληρωματικό εισόδημα.
Πολλοί απ᾽ αυτούς δεν μπορούσαν να κάνουν και διαφορετικά, καθώς ήταν χρεωμένοι στους καπετάνιους ή τους εμπόρους που τους είχαν δώσει δάνεια για να καλύψουν τις ανάγκες των οικογενειών τους. Ναύτες και βουτηχτές δούλευαν ασταμάτητα για να ξεπληρώσουν τις οφειλές τους. Ο Villiers ακολούθησε τους συντρόφους του σε αυτή την εποχιακή δραστηριότητα και κατέγραψε τον μόχθο και τον αγώνα τους για επιβίωση. Περιγράφει ένα φαύλο κύκλο χρέους και σκληρής εργασίας, από τον οποίο δύσκολα ξέφευγαν οι βουτηχτές των μαργαριταριών. Περιγράφει επίσης τις σκληρές συνθήκες πάνω στα υπερφορτωμένα ψαράδικα και τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν. Το φαγητό ήταν λίγο, οι ώρες στο νερό πολλές, και οι κακουχίες πολλές φορές οδηγούσαν σε αρρώστιες και θανάτους.
Σήμερα, βέβαια, η οικονομία του Περσικού Κόλπου έχει αφήσει πίσω της την εκμετάλλευση των μαργαριταριών. Στις αρχές του 20ου αιώνα, o πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, η μετέπειτα παγκόσμια οικονομική κρίση, τα μεταβαλλόμενα γούστα, αλλά και η ανάπτυξη της καλλιέργειας μαργαριταριών χάρη στην τεχνική που εφηύρε ο Κοκίτσι Μικιμότο έβαλαν τέλος στις παραδοσιακές κουλτούρες αλιείας των μαργαριταριών.
Την ίδια ακριβώς εποχή εκτοξεύτηκε η εξόρυξη και η χρήση του πετρελαίου, και η πετρελαιοκεντρική οικονομία αντικατέστησε εντελώς τα μαργαριτάρια. Η αλιεία των μαργαριταριών έμεινε σαν πολιτιστική κληρονομιά με αμφίσημο πρόσημο, συνδεόμενη από τη μία με την εποποιία της εθνογένεσης και την σχέση του έθνους με τη θάλασσα και από την άλλη με τις κακουχίες του προ-πετρελαϊκού παρελθόντος.
Στον επίλογο, δεν μπορώ παρά να αναφερθώ στην έμφυλη διάσταση της αλιείας μαργαριταριών. Δεν έχουμε πολλές περιπτώσεις συμμετοχής γυναικών στην ιστορία της παγκόσμιας αλιείας, αλλά μία από τις πιο φημισμένες είναι αυτή των άμα της Ιαπωνίας, που έχει παρουσιάσει η Δήμητρα στο ποστ για τις αλιώτιδες. Βουτώντας για μαργαριτάρια πυροδότησαν, άθελα τους, την φαντασία και τις φαντασιώσεις καλλιτεχνών, λογοτεχνών και άλλων. Οι ίδιες πάντως εστίασαν μάλλον στην σκληρή δουλειά που ακόμα και σήμερα τους δίνει τα προς το ζην.
Θέλετε να μάθετε περισσότερα; Εχουμε προτάσεις!