Της Δήμητρας Μυλωνά.
Όταν παλιότερα κολυμπούσε κανείς με μάσκα στη Μεσόγειο, σε ρηχούς προστατευμένους κολπίσκους, ήταν πολύ πιθανό να δει αποικίες από πίνες ανάμεσα σε συστάδες σμαραγδένιων φυτών Poseidonia oceanica. Πρόκειται για μεγάλα δίθυρα οστρακοειδή που στέκονται όρθια, καλά ριζωμένα σε αμμώδεις ή λασπώδεις βυθούς. Σήμερα, αυτό το θέαμα είναι σπάνιο και οι πίνες βρίσκονται στο χείλος της εξαφάνισης. Η μοίρα τους φαίνεται να είναι σχεδόν αναπόφευκτη! Δεν είναι μόνο η διαταραχή του οικοτόπου τους από τις τράτες, οι άπληστοι δύτες που εξαφανίζουν ολόκληρες αποικίες ή η υπερθέρμανση του πλανήτη που δυσχεραίνει την επιβίωση αυτών των θαυμάσιων οστρακοειδών. Μια θανατηφόρα ασθένεια έχει χτυπήσει τις πίνες της Μεσογείου και εξαφανίζει τους πληθυσμούς της.
Οι πίνες, όμως, δεν είναι μόνο μέρος του υδάτινου σύμπαντός μας, είναι και μέρος του πολιτισμού μας! Αυτή η ανάρτηση αποτίνει φόρο τιμής στο υπέροχο, μαγευτικό πλάσμα που άφησε το στίγμα του στο μεσογειακό παρελθόν.
Στην πίνα δόθηκε από τον Κάρολο Λινναίο, πατέρα της σύγχρονης ταξονομίας, το λατινικό όνομα Pinna nobilis. Pinna είναι η λατινική λέξη για το πτερύγιο του αυτιού και nobilis σημαίνει ευγενής. Το συγκεκριμένο είδος ζει μόνο στη Μεσόγειο, είναι ενδημικό εδώ. Άλλες πίνες βρίσκονται σε άλλες θάλασσες. Ένας ισχυρός μυς συγκρατεί τις δύο βαλβίδες της πίνας μαζί, ανοίγοντάς τες για να φιλτράρει το νερό και κλείνοντάς τες για προστασία. Μέσα στην πίνα ζει και μια η δύο γαρίδες (Pontonia pinnophylax), ή ένα μικρό καβούρι (Nepinnotheres pinnotheres) που εκμεταλλεύονται την προστασία που παρέχει το κέλυφος.
Πολλοί άνθρωποι στα νησιά του Αιγαίου, μεσήλικες πια σήμερα, θυμούνται να τσακώνονταν με τα αδέρφια τους για το προνόμιο να φάνε αυτές τις γαρίδες όταν πίνες κατέληγαν στο οικογενειακό τραπέζι. Οι πίνες ακόμη θεωρούνται εξαιρετικό έδεσμα σε ορισμένες ακτές της Μεσογείου, και μάλιστα η λαχτάρα για την γεύση τους κατέληξε μ’ έναν παράξενο αλλά και θλιβερό τρόπο στην βιβλιογραφία της θαλάσσιας επιστήμης. Ο Στέλιος Κατσανεβάκης και μια ομάδα θαλάσσιων βιολόγων μετά από έρευνα ανέφεραν πώς η πίνα, είδος υπό εξαφάνιση, ευδοκιμεί στις ελληνικές ψαροταβέρνες! Οι πίνες μαζί με τους τρίτωνες, τις κοχύλες και τα υπομεγέθη θαλασσινά σερβίρονται συχνά στις ψαροταβέρνες ως λιχουδιές. Πιάνονται από ερασιτέχνες ψαράδες, πωλούνται παράνομα και δεν καταγράφονται πουθενά. Η ζημιά στους πληθυσμούς τους είναι αόρατη στα επίσημα στατιστικά στοιχεία, αλλά πολύ πραγματική. Μια έξυπνη έρευνα για το πρόβλημα της προστασίας θαλάσσιων ειδών!
Κάτι παραπάνω από βρώσιμες
Οι πίνες, όπως και άλλα δίθυρα, εκκρίνουν μάργαρο που καλύπτει το εσωτερικό του κοχυλιού τους. Τη διαδικασία αυτή την εξήγησε η Ρωξάνη στην ανάρτησή της για τα «μαργαριτάρια των άλλων».
Αυτό το υλικό είναι υπόλευκο κοντά στην μύτη του κελύφους και γίνεται καστανοκόκκινο προς τα χείλη του. Η λαμπρότητα του μάργαρου της πίνας έχει εκτιμηθεί από αρκετά νωρίς. Κομμένα και όμορφα διαμορφωμένα κομμάτια κελύφους πίνας χρησιμοποιήθηκαν ως ένθετα (για παράδειγμα σε ξύλινα έπιπλα) ή σε κοσμήματα ήδη από την προϊστορική εποχή.
Το κέλυφος της πίνας βρήκε και άλλες λιγότερο προφανείς χρήσεις στην αρχαιότητα. Σε ένα από τα νησιά των Βαλεαρίδων νήσων στη δυτική Μεσόγειο, σε τόπο θαλασσινών που ζούσαν από τα πλούτη της θάλασσας και παρήγαγαν τη διάσημη πορφυρή βαφή, χρησιμοποίησαν τα επιμήκη ρηχά κοχύλια για να ρίξουν λιωμένο μόλυβδο και να φτιάξουν τάλαντα ξεχωριστού θαλάσσιου χαρακτήρα . Αυτό συνέβη κάποια στιγμή στον 4ο ή 3ο αι. π.Χ.
Αυτό που έκανε τις πίνες θρυλικές, ωστόσο, δεν ήταν ούτε η σάρκα τους ούτε το μάργαρό τους. Ήταν οι χρυσές κλωστές της βύσσου τους που μάγεψε τους ανθρώπους!
Η βύσσος είναι μία δέσμη κερατινωδών ινών που εκκρίνονται από ορισμένα δίθυρα μαλάκια, για να στερεώνονται στον βυθό της θάλασσας. Τα μύδια την έχουν, οι τριχωτές καλόγνωμες την έχουν και οι πίνες έχουν τη μεγαλύτερη όλων. Η βύσσος μοιάζει με γένι και στο παρελθόν συλλέγονταν και χρησιμοποιούνταν όπως κάθε άλλη ίνα, στην ύφανση, στο πλέξιμο, στο κέντημα κ.λπ. μετά από κάποια επεξεργασία. Σε παλαιότερη βιβλιογραφία η βύσσος είναι γνωστή με πολλά ονόματα, όπως θαλάσσιο μετάξι, θαλάσσιο μαλλί ή μαλλί ψαριών. Όλα παραπέμπουν στη χρήση της από τον άνθρωπο.
Χρυσομαλλούσα, ή αλλιώς, Pinnanobilis
Η λογοτεχνία του 18ου, του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα περιγράφει τον τρόπο επεξεργασίας και χρήσης της βύσσου της πίνας, κυρίως σε δύο μέρη στη Μεσόγειο, στον Τάραντα και τη Σαρδηνία. Στη Σαρδηνία η τέχνη αυτή επιβιώνει ακόμη. Η γνώση για τη συγκομιδή και την ύφανση της βύσσου φαίνεται να περνούσε από τη μια γενιά γυναικών στην άλλη και στις μέρες μας, μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια αναβίωση του ενδιαφέροντος.
Πολλές εθνογραφικές και ιστορικές έρευνες για την βύσσο της πίνας έχουν γίνει στον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και πρόσφατα το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στη Βασιλεία της Ελβετίας ξεκίνησε ένα μεγάλο έργο. Εκεί, μία κορυφαία ειδικός για την βύσσο της Pinna nobilis και την ιστορία της, η Felicitas Maeder, ηγήθηκε μίας ομάδας ερευνητών σε μια εκπληκτική προσπάθεια να συγκεντρώσουν τα πάντα σχετικά με αυτό το συναρπαστικό θέμα και να τα καταστήσουν διαθέσιμα στο κοινό. Τα αποτελέσματα αυτού του έργου έχουν δημοσιευθεί σε ακαδημαϊκά βιβλία και περιοδικά, και επίσης, πράγμα πολύ σημαντικό, είναι διαθέσιμα στον ιστότοπο του προγράμματος. Εκεί, με ξεκάθαρο και ευθύ τρόπο περιγράφονται τα θαυμαστά στοιχεία γύρω από την πίνα. Μπορεί κανείς να βρει πολλά άρθρα στο διαδίκτυο σχετικά με το θαλάσσιο μετάξι, αλλά αν ο αναγνώστης αναζητά αξιόπιστες πληροφορίες αυτός ο ιστότοπος είναι η βασική πηγή (και είναι η πηγή πολλών από τις πληροφορίες σε αυτήν την ανάρτηση, οπότε, επισκεφτείτε τον αν θέλετε να μάθετε λεπτομέρειες για την πίνα και την βύσσο της).
Η συγκομιδή της πίνας γινόταν είτε με κατάδυση και συλλογή με το χέρι, είτε από βάρκα χρησιμοποιώντας εξειδικευμένο εργαλείο. Στην Ελλάδα αυτό το εργαλείο ονομάζεται πιννολόγος, ενώ στη νότια Ιταλία το λένε pernonico. Αναμφίβολα περισσότερα ονόματα υπήρχαν στο παρελθόν, όπου οι ψαράδες έπιαναν πίνες. Ο Γιώργος Λευκαδίτης στο βιβλίο του «Ψάρεμα στα Ελληνικά Ακρογιάλια» το 1941 εξηγεί πώς λειτουργεί αυτό το εργαλείο:
«(ο πιννολόγος είναι) ένα σιδερένιο στεφάνι, από βέργα 6-8 χιλιοστών, σε σχήμα αμυγδαλωτό, στερεωμένο γερά στην άκρη κονταριού. Τα μέτρα στη θηλειά του πιννολόγου είναι απάνω κάτω εικοσιπέντε πόντοι μάκρος και εφτά-οχτώ φάρδος. Έτσι ο πιννολόγος περνιέται εύκολα γύρω από την πίννα, μα όταν στρίψει τέταρτο στροφής η πίννα μαγκώνεται στο στένωμά του και με τράβηγμα προς τ’ απάνω ξεκολλάει από το βυθό.» (Λευκαδίτης 1941, 167).
Στη συνέχεια οι κεράτινες ίνες που στερεώνουν το δίθυρο στον πυθμένα της θάλασσας, η βύσσος, κόβονται και μεταποιούνται. Μετά από πολλά στάδια καθαρισμού με θαλασσινό και φρέσκο χλιαρό νερό, τα κοχύλια, η λάσπη και η άμμος που είναι κολλημένα επάνω της αφαιρούνται, η βύσσος στεγνώνει και οι ίνες στη συνέχεια χτενίζονται και ισιώνονται. Σε αυτό το στάδιο αποκαλύπτεται το χρώμα του θαλάσσιου μεταξιού που μπορεί να κυμαίνεται από ανοιχτό κίτρινο-χρυσό, χάλκινο χρυσό, έως πράσινο και καφέ. Συστατικά όπως χυμός λεμονιού, μπαχαρικά και βότανα αναμειγνύονταν σε φιαλίδια, κύπελλα και άλλα περίεργα δοχεία και τότε συνέβαινε η πραγματική αλχημεία! Ο θαμπός, βρώμικος, καστανός θύσανος μετατρέπονταν σε αστραφτερό χρυσάφι.
Οι ίνες χωρίζονταν με το χέρι και μετά γνέθονταν σε νήμα. Σε αυτό το βίντεο, , η Arianna Pintus, μια νεαρή γυναίκα από τη Σαρδηνία, που ξέρει πώς να φτιάχνει θαλάσσιο μετάξι και να το χρησιμοποιεί, μας δείχνει τη διαδικασία. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα νήμα που μοιάζει με χρυσό, αλλά αλλάζει χρώμα και λάμψη κάτω από διαφορετικές συνθήκες φωτισμού. Αυτό που μπορεί να φαίνεται σκούρο καφέ όταν το βλέπει κανείς σε εσωτερικό χώρο μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένα αστραφτερό, εκθαμβωτικό χρυσό αντικείμενο κάτω από τον ήλιο.
Το μετάξι της θάλασσας, ή θαλασσινό μαλλί, ή μαλλί των ψαριών, όπως λεγόταν στο παρελθόν, υφαινόταν, πλέκονταν η χρησιμοποιούταν σε κεντήματα. Το κεφάλαιο «Inventory» της ιστοσελίδας Sea Silk του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στη Βασιλεία εκθέτει πολλά τέτοια αντικείμενα.
Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, και επίσης αργότερα, γάντια, σκoυφιά, κασκόλ, ζώνες και γιλέκα από μετάξι της θάλασσας ήταν υπερπολυτελή αξεσουάρ που φορούσαν πλούσιοι άνθρωποι υψηλής κοινωνικής θέσης. Ωστόσο, η Chiara Viga, από το Sant’Antioco, ένα μικρό νησί της Σαρδηνίας, η τελευταία από τις 24 γενιές γυναικών su maistu «Μαστόρισσες» της τέχνης του θαλάσσιου μεταξιού είναι ανένδοτη… η βύσσος δεν μπορεί να πουληθεί ή να αγοραστεί… μόνο χαρίζεται. Ένας ιερός όρκος δεσμεύει αυτούς που την παράγουν. Αυτό το ταξιδιωτικό ημερολόγιο του BBC του 2017 αφηγείται την ιστορία της Chiara Vigo και τη μαγική της σχέση με τις χρυσές μπούκλες της πίνας.
Γλωσσολογικές και αρχαιολογικές σπαζοκεφαλιές
Το θαλάσσιο μετάξι της πίνας εξελίχθηκε κατά καιρούς σε εμμονή, που πλήττει ιστορικούς και αρχαιολόγους με ανεπαίσθητο αλλά καθοριστικό τρόπο. Πότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η βύσσος; Στους Μεσαιωνικούς χρόνους όπως πίστευαν πάντα οι περισσότεροι ερευνητές ή στην αρχαιότητα; Και πόσο πίσω;
Η Felicitas Maeder, η ψυχή πίσω από το Sea Silk Project ανέλαβε να ξεμπερδέψει τις δαιδαλώδεις ατραπούς της παραπληροφόρησης και των εσφαλμένων ταυτοποιήσεων.
Η ιστορία που αφηγείται για το σφουγγάρι που ανακαλύφθηκε στην Πομπηία το 1941 και σταδιακά μετατράπηκε στην αρχαιότερη βύσσο της ιστορίας είναι διαφωτιστική (για την περίπλοκη ιστορία του ευρήματος, την ταυτοποίηση και τη δημοσίευσή του, βλέπε το σχετικό άρθρο της Maeder εδώ).
Το σφουγγάρι, άψογα διατηρημένο λόγω των ηφαιστειακών υλικών που το έθαψαν, ανακαλύφθηκε στην Οικία του M. Epidius Primus (I 8, 14) και καταγράφτηκε για πρώτη φορά ως τέτοιο στο ημερολόγιο των ανασκαφών («φυτική ύλη, θραύσματα σφουγγαριού»). Αργότερα όμως, στην απογραφή των αρχαιολογικών ευρημάτων (αρ. αρ. 7562) περιγράφτηκε ως «(Δέσμη ακατέργαστων ινών) πραγματικά λεπτό λινό ή θαλάσσιο μετάξι». Μία εις βάθος ανάλυση και φωτογραφία SEM το 1999 φαινομενικά οριστικοποίησε την αναγνώριση του αντικειμένου ως θαλάσσιο μετάξι. Παρά την προφανώς εσφαλμένη αναγνώριση και τις αμφιβολίες που είχαν ορισμένοι ερευνητές όλα αυτά τα χρόνια, το σφουγγάρι συνέχισε να ονομάζεται μέχρι πρόσφατα βύσσος Pinna nobilis. Οι παρακάτω φωτογραφίες SEM (Scanning Electron Microscope) δείχνουν καθαρά το πρόβλημα. Η πρώτη φωτογραφία δείχνει τη μικροδομή του αρχαιολογικού αντικειμένου Αρ. 7562. Οι ίνες διακλαδίζονται και περιστρέφονται. Δεν είναι λείες και ίσιες όπως αυτές που φαίνονται στη δεύτερη φωτογραφία SEM, τραβηγμένη από θαλάσσιο μετάξι, αλλά μοιάζουν με τις ίνες που φαίνονται στην τρίτη φωτογραφία, που απεικονίζει τις μικροδομές του θαλάσσιου σφουγγαριού.
Μέρος της μακρόχρονης σύγχυσης σχετικά με την βύσσο της πίνας προέρχεται και από την ίδια τη λέξη. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σήμερα βύσσος είναι ο ζωολογικός όρος για την ινώδη γενειάδα ορισμένων δίθυρων. Τι σημαίνει όμως στην πραγματικότητα η λέξη; Πού χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά; Είχε το ίδιο νόημα πάντα, σε όλους τους πολιτισμούς; Εδώ ακριβώς βρίσκεται ένα άλλο υπερβολικά περίπλοκο και αρκετά ακατανόητο ζήτημα για τους περισσότερους από μας, εκτός από λίγους γλωσσολόγους, γνώστες των αρχαίων γλωσσών της Μεσογείου. Η Felicitas Maeder το εξηγεί όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται στον ιστότοπο Sea Silk. Αρκεί να πούμε εδώ ότι η λέξη βύσσος, προέρχεται από το εβραϊκό būṣ, που ήταν η λέξη για το εκλεκτό λεπτό λινό. Στην Παλαιά Διαθήκη το συναντάμε περισσότερες από 40 φορές. Η λέξη υιοθετήθηκε αργότερα από τους Αιγύπτιους, τους Έλληνες και στη συνέχεια τους Λατίνους και μέσα από επαναλαμβανόμενες και συχνά μπερδεμένες εξελίξεις έφτασε μέχρι την πρώιμη σύγχρονη εποχή. Σημαντικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας είναι μια εμπνευσμένη μετάφραση του έργου του Αριστοτέλη Historia Animalium (Περί των Ζώων Ιστορίαι) από τον Θεόδωρο Γάζα τον 15ο αι. Ο Γάζας βελτίωσε τον Αριστοτέλη χρησιμοποιώντας τις ολοκαίνουριες ζωολογικές γνώσεις της εποχής του. Μέρος αυτής της γνώσης ήταν ότι η πίνα προσκολλάται στον πυθμένα της θάλασσας με γένια που μοιάζουν με λεπτές κλωστές από φίνο λινό (δηλαδή με βύσσο). Όταν λοιπόν ο Θεόδωρος Γάζας διάβασε τη λέξη βυσσός στο αρχικό κείμενο (ελληνική λέξη που δηλώνει τον βυθό) τη μετέφρασε ως βύσσος, λόγω της συσχέτισής της με την πίνα. Η μετάφρασή του ήταν εξαιρετικά δημοφιλής (έχοντας πάνω από 40 επανεκδόσεις μέχρι τον 16ο αι.). Έτσι, στις ρωμανικές γλώσσες της Ευρώπης και αργότερα των αποικιών της, η λέξη βύσσος (το λεπτό λινό ύφασμα ή κλωστές), έφτασε να σημαίνει τα νημάτια που ρίζωναν τα δίθυρα στον βυθό της θάλασσας και το βύσσιο έγινε το θαλάσσιο μετάξι!!!
Το θαλάσσιο μετάξι όμως φαίνεται ότι ήταν γνωστό ήδη από την αρχαιότητα, ή τουλάχιστον στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Ο Αλκίφρων, για παράδειγμα, σοφιστής και επιστολογράφος, ανέφερε τον 2ο αι. μ.Χ. τα θαλάσσια έρια, το θαλάσσιο μαλλί, ενώ το Διάταγμα του Διοκλητιανού για τον καθορισμό των μέγιστων τιμών προϊόντων και υπηρεσιών (301 μ.Χ.) αναφέρεται σε χιτώνα από θαλάσσιο μετάξι που κόστιζε την υπέρογκη τιμή των 40.000 δηναρίων. Άλλοι Λατίνοι συγγραφείς μας άφησαν παρόμοιες ενδείξεις.
Η πιο απροσδόκητη ένδειξη, ωστόσο, προέρχεται από τη μακρινή Κίνα, όπου σε ένα χρονικό του 2ου ή 3ου αι. μ.Χ. περιγράφεται το Da Quin, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία! Εκείνη την εποχή, οι Κινέζοι ισχυρίζονταν ότι οι Ρωμαίοι ταξιδιώτες στα μέρη τους πίστευαν ότι οι ρωμαϊκές ελίτ ήταν απόγονοι μεταναστών στη Δύση της αρχαίας κινεζικής αριστοκρατίας. Επομένως, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ασκούσε στους Κινέζους μια επιπλέον γοητεία. Ανάμεσα στα πολλά χαρακτηριστικά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (ακούστε εδώ) υπάρχει η εξής σημείωση «Αυτοί (οι Ρωμαίοι) έχουν επίσης ένα ωραίο ύφασμα που κάποιοι λένε ότι είναι φτιαγμένο από το λεπτότερο μαλλί των προβάτων του νερού».Αναφέρεται προφανώς στην βύσσο της πίνας.
Η Πίνα η ευγενής έχει αναμφίβολα πίσω της μια καρά ιστορία στην Μεσόγειο που απόηχοί της έφτασαν μέχρι την μακρινή Κίνα. Θα συνεχίσει να υπάρχει και στο μέλλον μας; Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε!
Θέλετε να διαβάσετε περισσότερα; Έχουμε προτάσεις
Πριν από 30 περίπου χρόνια είχα μαγειρέψει πίνα του Αμβρακικού Κόλπου. Υπήρχαν αρκετές στην περιοχή της Αμφιλοχίας.
Εξαιρετικά εμπεριστατωμένη έρευνα, συγχαρητηρια
Υπάρχουν πάρα πολλές κ τεράστιες στον Θερμαϊκό κόλπο. Ελπίζω να συνεχίσουν να υπάρχουν πιστεύοντας ότι ένδειξη καθαρότητας του νερού.
Στην Κέρκυρα οι ψαράδες το πινομεταξο όπως το έλεγαν,το χρησιμοποιούσαν για την θεραπεία της ωτίτιδας.
Αυτή είναι φοβερή πληροφορία! Αναρωτιέμαι που το έβρισκαν; Το μάζευαν αυτοί άραγε ή το εισήγαγαν από την Ιταλία;